Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αντιμέτωπες με ένα ντόμινο θετικών (επιτέλους) εξελίξεων βρίσκονται μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια… μιζέριας οι ελληνικές τράπεζες. Ο αποκλεισμός των «στρατηγικών κακοπληρωτών» από το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, η έναρξη των διαδικασιών για την εφαρμογή μιας κεντρικής λύσης που θα επιταχύνει τη μείωση των «κόκκινων» δανείων και η απεξάρτηση από τον ακριβό μηχανισμό παροχής ρευστότητας της ΤτΕ, στέλνουν μήνυμα ανάκαμψης στην επενδυτική κοινότητα.
Την αυστηροποίηση του νέου «νόμου Κατσέλη» και τον μηδενισμό του ELA χαιρέτησε και ο οίκος Moody' s, χαρακτηρίζοντας τις δύο αυτές εξελίξεις θετικές για την πιστοληπτική αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών και την επιστροφή τους στις αγορές.
Πλέον, οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν τη διαφαινόμενη πολιτική αλλαγή, για να μπορέσουν να γυρίσουν σελίδα καθώς παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να επιστρέψουν… στο 2014, όταν τα «κόκκινα» δάνεια ήταν σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο, ο ELA είχε μηδενιστεί και η έξοδος στις αγορές βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Όμως δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες «χωρίζουν» σήμερα τις ελληνικές τράπεζες από το 2014. Ο πρώτος είναι οι καταθέσεις, αφού τα capital controls αποδείχθηκαν μεν σωτήρια για να μην «στεγνώσουν» εντελώς από ρευστότητα, μετά τις τρομακτικές εκροές 40 δισ. ευρώ στο α' εξάμηνο του 2015, αλλά και καταστροφικά καθώς η εμπιστοσύνη των καταθετών προς τις τράπεζες δέχθηκε ισχυρό και ίσως ανεπανόρθωτο πλήγμα. Ο δεύτερος είναι το «φάντασμα» μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης που πλανάται πάνω από τον τραπεζικό κλάδο κάθε φορά που συμβαίνει κάτι… στραβό και διώχνει τους επενδυτές.
Όσον αφορά τις καταθέσεις, στο τέλος Φεβρουαρίου 2019 το σύστημα διέθετε 132,2 δισ. ευρώ νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Συνολικά, από τον Ιούλιο του 2015 που καταγράφηκε το εντυπωσιακό χαμηλό των 120,8 δισ. ευρώ, έχουν επιστρέψει λιγότερα από 12 δισ. ευρώ στα ταμεία των τραπεζών.
Όμως τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν οι τράπεζες ανέκαμπταν πραγματικά και σκόπευαν να εστιάσουν στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων διαμορφώνονταν στο υψηλό κρίσης των 164,75 δισ. ευρώ. Επομένως, σήμερα λείπουν από τις τράπεζες πάνω από 30 δισ. ευρώ για να μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι έχουν αντισταθμίσει τον αντίκτυπο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Σε επίπεδο «κόκκινων» δανείων, σήμερα το σύστημα προσπαθεί να βρει λύσεις για τα 81 δισ. ευρώ που συνεχίζουν να «πνίγουν» τους τραπεζικούς ισολογισμούς, ενώ οι τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν τον συνολικό τους όγκο κατά περίπου 25 δισ. ευρώ.
Παρ' όλα αυτά, στο τέλος του γ' τριμήνου του 2014, πριν ξεκινήσει η κατρακύλα λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας και η άνοδος του κινήματος «δεν πληρώνω» αφού ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν διαγραφή χρεών, τα «κόκκινα» δάνεια δεν ξεπερνούσαν τα 75 δις. ευρώ. Που σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν έχουν καταφέρει ακόμη να «εξαλείψουν» τα προβληματικά δάνεια που δημιουργήθηκαν την τελευταία τετραετία.
Υπενθυμίζεται ότι η κατάρρευση της οικονομίας και η άνευ προηγουμένου ύφεση οδήγησε στην εκτίναξη του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων από 4,3% στο τέλος του 2008, στο 34,2% στο γ' τρίμηνο του 2014 και σήμερα ξεπερνά το 40%.
Το τεράστιο πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, μάλιστα, είναι αυτό που συντηρεί τα σενάρια περί νέας ανακεφαλαιοποίησης, τα οποία ευτυχώς έχουν περιοριστεί τελευταία εξαιτίας κυρίως του δραστικού σχεδίου της Eurobank αλλά και των δύο σχεδίων (ΥΠΟΙΚ, ΤτΕ) που εξετάζει η Κομισιόν για να ξεφορτωθούν οι ελληνικές τράπεζες τα NPEs.
To 2014 οι επενδυτές έβλεπαν τις τραπεζικές μετοχές να ανακάμπτουν για να έρθει τελικά ο απόλυτος «γκρεμός» του 2015 και η τρίτη στη σειρά ανακεφαλαιοποίηση που διέσυρε μετόχους και οδήγησε στην εκ νέου κρατικοποίηση των περισσότερων τραπεζών.
Από τότε οι τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να ανακάμψουν σε επίπεδο εμπιστοσύνης. Τα περισσότερα χρήματα βρίσκονται στο εξωτερικό και όσο δεν έρχονται ξένες επενδύσεις τόσο καθυστερεί η «επιστροφή» τους. Παράλληλα, μόνο με δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων ή μεταφορά τους εκτός ισολογισμών θα εξαλειφθεί ο κίνδυνος. Συμπερασματικά, ο κλάδος βλέπει φως στο βάθος ενός τούνελ από το οποίο παραλίγο να βγει οριστικά πριν από πέντε σχεδόν χρόνια, όμως η υπερήφανη διαπραγμάτευση του 2015, τον… έσυρε ξανά στην αρχή του.