Του Γιώργου Φιντικάκη
Ανεπαρκείς είναι οι σημερινές επενδύσεις στην Ελλάδα, όχι μόνο επειδή είναι λίγες, και δεν καλύπτουν ούτε καν τις ανάγκες ανανέωσης του υφιστάμενου εξοπλισμού που παλιώνει, αλλά και επειδή στην πλειοψηφία τους δεν είναι εστιασμένες σε νέες τεχνολογίες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με μαζικό τρόπο στην Εσθονία, παρά επιμένουν σε παραδοσιακά ξεπερασμένους τομείς.
Τα στοιχεία μελέτης του ΣΕΒ που επιχειρεί μια “χαρτογράφηση” των επενδύσεων που γίνονται στην Ελλάδα, δείχνουν καταρχήν ότι αυτές παραμένουν ο μονίμως αρνητικός πρωταγωνιστής της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι έχουμε 21 δισ ευρώ ακαθάριστων επενδύσεων, τα οποία δεν επαρκούν για την αναπλήρωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που φθείρεται (οι αποσβέσεις ανέρχονται σε 30 δισ. ευρώ περίπου), επομένως το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό κατά 9 δισ ευρώ. Ακόμη μάλιστα και χωρίς τις κατοικίες, οι επενδύσεις οριακά αντισταθμίζουν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις να είναι μηδενικές.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα βρίσκεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά έστω και αυτών των λιγοστών επενδύσεων. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν πολύ χαμηλή επίπτωση στην ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς όχι μόνο δεν προστίθενται νέος τεχνολογικός εξοπλισμός, νέα εργοστάσια, νέες κατασκευές, αλλά και απουσιάζουν οι επενδύσεις στη καινοτομία, αυτές που πυροδοτούν παγκοσμίως σήμερα την αύξηση του ΑΕΠ. Αντίθετα το επιχειρείν στην Ελλάδα συνεχίζει να εστιάζει σε μεγάλο ακόμη βαθμό σε παραδοσιακούς τομείς, όπως ο τουρισμός, δίχως επομένως να προσθέτει στην ουσία νέο παραγωγικό δυναμικό στην οικονομία.
Δεν είναι δηλαδή μόνο ότι λόγω των λιγοστών επενδύσεων και των πολλών αποσβέσεων, το καθαρό αποτέλεσμα είναι αρνητικό, αλλά και ότι λείπουν ακόμη από την Ελλάδα έργα που να σχετίζονται με την εισαγωγή τεχνολογικών νεωτερισμών, όπως το Κέντρο Καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη που προτίθεται να κάνει η αμερικανική Cisco ή το εργαστηριακό κέντρο που επίσης θέλει να κάνει στην ίδια πόλη, ο φαρμακευτικός κολοσσός Pfizer, ένα εκ των έξι συνολικά (digital hubs) που προγραμματίζει παγκοσμίως.
«Παρά την έμφαση που δίνεται στην ισχυρή ανάπτυξη, με πληθώρα φορολογικών και λειτουργικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι σήμερα, ποσοτικά και ποιοτικά, κατώτερες των περιστάσεων. Δυστυχώς γίνονται λίγες επενδύσεις και με χαμηλή επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας», τονίζει ο ΣΕΒ.
Στην ανάλυση των επενδύσεων κατά κλάδο επισημαίνεται ότι οι καθαρές επενδύσεις είναι θετικές κυρίως στη μεταποίηση όπου παρατηρείται αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα στα καύσιμα (διυλιστήρια), καθώς επίσης στους κλάδους τροφίμων, φαρμάκων, πλαστικών, βασικών μετάλλων, ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρονικών προϊόντων και του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού.
Αρνητικές είναι στις μεταφορές και αποθήκευση (logistics), την ενημέρωση και επικοινωνία, καθώς επίσης στον τουρισμό και την ενέργεια, κλάδοι στους οποίους ωστόσο αναμένεται σύμφωνα με τον ΣΕΒ αντιστροφή των τάσεων το επόμενο διάστημα. Υποτονική εμφανίζεται η επενδυτική δραστηριότητα και στους κλάδους υγείας και εκπαίδευσης, που είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Αναφορικά με τις κατοικίες, η χώρα σήμερα (2018) επενδύει 1,2 δισ. ευρώ σε κατοικίες, έναντι 25,2 δισ. ευρώ το 2007 πριν το ξέσπασμα της κρίσης, όταν οι επενδύσεις σε κατοικίες είχαν ανέλθει στο ανώτατο επίπεδο όλων των εποχών.