Παρά τη ανοδική κίνηση των τραπεζικών μετοχών κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, παραμένει διάχυτη η εντύπωση ότι «οι τράπεζες δεν τρέχουν» στο ταμπλό. Έχουν τρέξει οι ενεργειακές μετοχές λόγω των πακέτων για την πράσινη μετάβαση, έχουν τρέξει οι καλές κατασκευαστικές εταιρείες λόγω των πακέτων για την εκτέλεση έργων υποδομών, έχουν τρέξει οι εταιρείες πληροφορικής λόγω των ευρωπαϊκών πακέτων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Όμως οι τράπεζες αρνούνται πεισματωδώς να κινηθούν ανοδικά με θεαματικό τρόπο.
Το ερώτημα «γιατί δεν τρέχουν οι τράπεζες», γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό, αν συγκρίνουμε την απόδοση του εγχώριου τραπεζικού δείκτη, με τον αντίστοιχο δείκτη των ευρωπαϊκών τραπεζών, μέσα στο 2021. Συγκεκριμένα, ο αντιπροσωπευτικότερος δείκτης των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών STOXX Europe 600 Banks Index παρουσιάζει από την αρχή του έτους, απόδοση της τάξεως του +40%, την ίδια στιγμή που ο Δείκτης Τραπεζών του Χρηματιστηρίου Αθηνών παρουσιάζει απόδοση +12%.
Το ερώτημα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, λόγω του γεγονότος ότι στο χρηματιστήριο καταγράφεται η προσδοκία των επενδυτών για τη επόμενη ημέρα. Πως είναι λοιπόν δυνατόν, να μην ενσωματώνονται στις προσδοκίες για το μέλλον των τραπεζικών μετοχών, οι εξελίξεις σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης;
Ως γνωστόν η κυβέρνηση επέλεξε το τραπεζικό σύστημα σαν φορέα υποδοχής των πόρων, που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Τα 30 δισ. ευρώ που αποτελούνται από 12 δισ. ευρωπαϊκά δάνεια και 18 δισ. ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, θα περάσουν μέσα από τις τράπεζες. Αυτά τα αρχικά κεφάλαια θα οδηγήσουν σε συνολικές επενδύσεις της τάξεως των 37 δισ. ευρώ, που με τη σειρά τους θα απαιτήσουν μεγάλες χρηματοδοτήσεις.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι μέχρι το 2024 θα υπάρξει μια καθαρή πιστωτική επέκταση της τάξεως των 35 δισ. ευρώ. Ακόμα και στο ενδεχόμενο της καθυστέρησης στη εκταμίευσης των ευρωπαϊκών πόρων και πάλι τα μεγέθη είναι πολύ σημαντικά.
Ωστόσο, η επενδυτική κοινότητα εξακολουθεί να είναι επιφυλακτική, παρ’ όλο που τα προαναφερθέντα, υπόσχονται ισχυρές κερδοφορίες. Και αυτό διότι οι παρούσες επιδόσεις, δεν ακολουθούν τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι ρυθμοί της πιστωτικής επέκτασης στη χώρα μας από τη αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα, όχι μόνο δεν έχουν ακολουθήσει την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, αλλά καταγράφουν αρνητικά πρόσημα.
Οι τράπεζες ίσως να μην βρίσκονται ακόμα στην αρχή της νέας εποχής, αλλά περισσότερο στο τέλος της προηγούμενης. Οι τράπεζες κλείνουν σήμερα τους λογαριασμούς τους με τα προβλήματα του παρελθόντος. Προβλήματα όπως είναι τα κόκκινα δάνεια, η μείωση των υποκαταστημάτων, η μείωση του προσωπικού και όλες οι παθογένειες του παρελθόντος.
Και η είσοδος τους στη νέα εποχή δεν θα είναι ανέφελη. Σε μεγάλο βαθμό θα υπάρχει αναδιάρθρωση των εσόδων τους. Για παράδειγμα, εκεί που είχαν έσοδα από τόκους επιχειρηματικών δανείων, θα έχουν τώρα έσοδα από προμήθειες έκδοσης εταιρικών ομολόγων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα έσοδα από τις ηλεκτρονικές πληρωμές, καθώς και τα έσοδα από τις κάρτες, που θα μεταβληθούν, διότι μεταβάλλονται οι προτιμήσεις και οι συμπεριφορές των καταναλωτών. Ένα ακόμα παράδειγμα είναι τα έσοδα από προμήθειες χρηματιστηριακών συναλλαγών, τα οποία μειώνονται δραστικά λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης συμμετοχής των επενδυτών σε πλατφόρμες συναλλαγών με σχεδόν μηδενικό κόστος. Ακόμα και στη χρηματοδότηση μεγάλων projects, ίσως τον πρώτο λόγο να τον έχουν τραπεζικοί και επενδυτικοί οίκοι του εξωτερικού, όχι μόνο λόγω του μεγέθους των projects, αλλά και των συνεργειών που ενδεχομένως να υπάρξουν μέσω της προσέλκυσης στρατηγικών επενδυτών.
Ακόμα και οι εξαγορές επιχειρήσεων από Private Equity Funds, που γίνονται κατά βάση με κεφάλαια από το εξωτερικό, οδηγούν στη αναχρηματοδότηση των δανείων των επιχειρήσεων αυτών προς το τραπεζικό σύστημα, από το εξωτερικό. Είτε μέσω ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων, είτε μέσω χρηματοδοτήσεων από την εσωτερική κεφαλαιακή δομή των Funds.
Οι αποπληρωμές των δανείων της ΔΕΗ, αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό case study. Μέσω της έκδοσης ομολογιακών δανείων, πώλησης θυγατρικής και αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, η ΔΕΗ πέτυχε να μειώσει τον δανεισμό της. Όσο και να φαίνεται οξύμωρο, η ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και οι εκδόσεις ομολογιακών δανείων, «δυσκολεύουν την ζωή των τραπεζών».
Ένα ακόμα θέμα που απασχολεί όχι μόνο τη επενδυτική κοινότητα, αλλά και την πραγματική οικονομία, είναι η αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του προβλήματος. ενώ στις χώρες της ΕΕ οι τράπεζες εγκρίνουν το 70% των αιτήσεων για δάνεια, στη Ελλάδα οι τράπεζες χρηματοδοτούν μόλις το 30%. Είναι άραγε ένα καπρίτσιο των τραπεζών; Ασφαλώς και όχι.
Η αλήθεια είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων αδυνατούν να χρηματοδοτηθούν, με βάση τα τραπεζικά κριτήρια. Οι περισσότερες από αυτές κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με αποτέλεσμα και οι τράπεζες να μην μπορούν να τις χρηματοδοτήσουν και αυτές να στερούνται των απαιτούμενων κεφαλαίων.
Η μαγική λέξη, που ερμηνεύει αυτήν την κατάσταση είναι μια. Και αυτή είναι, το ρίσκο. Όχι το μακροοικονομικό ρίσκο. Ούτε το συστημικό ρίσκο. Το τραπεζικό ρίσκο. Και αυτό θα μειωθεί, όταν καθαρίσουν οι τραπεζικοί ισολογισμοί από τα κόκκινα δάνεια και όταν εμφανιστούν προς δανειοδότηση επιχειρήσεις με καθαρούς ισολογισμούς, αληθή επιχειρηματικά σχέδια και κερδοφόρο μέλλον.
Η ανάπτυξη της χώρας περνάει μέσα από τις τράπεζες. Οι τράπεζες θα ευεργετηθούν τα επόμενα χρόνια από τους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης. Ωστόσο έχουν να λύσουν ακόμα τα εσωτερικά τους προβλήματα. Η χρηματιστηριακή αγορά περιμένει να δει περισσοτερο φως σε αυτήν τη κατεύθυνση.