Ιστορική η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που δικαιώνει την Apple εναντίον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η υπόθεση εν ολίγοις έχει ως εξής: Τα φορολογικά κέρδη δύο θυγατρικών εταιρειών της Apple στην Ιρλανδία (Apple Sales International και Apple Operations Europe) καθορίζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες ειδικών φορολογικών αποφάσεων (tax rulings) του 1991 και του 2007. Ο ορισμός των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax rulings» θα μπορούσε να συνοψιστεί σε δεσμευτικές συμφωνίες μεταξύ της φορολογικής διοίκησης ενός κράτος κι ενός φορολογούμενου σχετικά με την εφαρμογή της εθνικής φορολογικής νομοθεσίας σε μια συναλλαγή ή σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.
H Eυρωπαϊκή Επιτροπή από έρευνα που διεξήγαγε μετά κυρίως τις «καταγγελίες-αποκαλύψεις» στην υπόθεση της «LuxLeaks», της γνωστής Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητών Δημοσιογράφων, έκρινε ότι οι δύο θυγατρικές της Apple κατέβαλαν σχεδόν μηδενικό εταιρικό φόρο με βάση τις παραπάνω αποφάσεις μεταφέροντας στην ουσία τα κέρδη τους σε εταιρεία «έδρα» που δεν υπόκειται σε φόρο. Κατόπιν επέβαλε στην Ιρλανδία να διεκδικήσει την ανάκτηση του φορολογικού οφέλους από την εταιρεία. Η εταιρεία προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο. Η υπόθεση της Apple δεν είναι μοναδική.
Στο Γενικό Δικαστήριο προσέφυγαν άλλωστε η Fiat, η Starbucks, η Amazon κ.ά. Η Ε.Ε. ζήτησε το 2014 από τα κράτη-μέλη να τις παρέχουν αναλυτικές πληροφορίες για όλες τις ειδικές φορολογικές αποφάσεις (τύπου tax rulings) που είχαν εκδώσει από το 2010. Στη συνέχεια μπήκε στο παιχνίδι και η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ε.Ε., ώστε να θεωρηθούν αυτές οι κατ' αρχάς νόμιμες φορολογικές αποφάσεις παράνομες, ως παραβαίνουσες τάχα τους κανόνες της Ε.Ε. περί κρατικών ενισχύσεων, την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού ή την αρχή των ίσων αποστάσεων («arm’s length principle»). Σύμφωνα με την τελευταία, μια συναλλαγή μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων πρέπει να αντιμετωπίζεται φορολογικά σαν να είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Συνεπώς παραβιάζεται η αρχή των ίσων αποστάσεων όταν τα κέρδη από μια ενδοομιλική συναλλαγή αντιμετωπίζονται ευνοϊκότερα φορολογικά από τα κέρδη ανεξάρτητων εταιρειών.
Γι' αυτή την αλλαγή πλεύσης η Επιτροπή επικρίθηκε με σφοδρότητα τόσο από τους θεωρητικούς του φορολογικού δικαίου όσο και από άλλα κράτη-μέλη, ότι παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, στο οποίο δεν έχει ενσωματωθεί καν η παραπάνω αρχή. Επιπλέον, επικρίθηκε η Επιτροπή ότι παραβίασε την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι μια τέτοια πολιτική έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές ενός κράτους δικαίου, όπως είναι η αρχή της βεβαιότητας του φόρου και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος. Στην ουσία αποτελεί παράνομη αναδρομική φορολογία επιχειρήσεων που για δεκαετίες εμπιστεύτηκαν την Ε.Ε., δραστηριοποιήθηκαν στο έδαφός της και δεν είχαν κανένα λόγο να αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα της δράσης τους.
Yπάρχει ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα με τη νέα αυτή αυθαίρετη τακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αυτό είναι οι συνολικές οικονομικές επιπτώσεις της στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει τρισεκατομμύρια στην ευρωπαϊκή οικονομία και σε αυτές απασχολούνται περισσότεροι από 6 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλη την Ε.Ε. Τυχόν προσπάθεια αναδρομικής ανάκτησης ή με άλλα λόγια φορολόγησης κερδών προηγουμένων ετών υπονομεύει την αξιοπιστία της Ε.Ε. τόσο προς τους σημερινούς όσο και προς τους μελλοντικούς ξένους επενδυτές, εμφανίζοντάς την περίπου ως τριτοκοσμική οντότητα. Ο κίνδυνος της οικονομικής εγκατάλειψης της Ε.Ε. από τις μεγάλες πολυεθνικές οντότητες και η συνακόλουθη κατάρρευση των φορολογικών εσόδων της είναι σήμερα μεγάλος. Μακάρι η ορθότατη δικαίωση της Apple στο Γενικό Δικαστήριο να συνετίσει τους γραφειοκράτες της Ενωσης και να αναχαιτίσει τις ευρωσοσιαλιστικές πολιτικές τους. Πολύ αμφιβάλλω...
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 25 Ιουλίου