Θα σπεύσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να διασώσει τα ιταλικά ομόλογα στην περίπτωση που οι αποδόσεις τους εκτιναχθούν περαιτέρω εξαιτίας της πολιτικής κρίσης, η οποία είναι πολύ πιθανό να διαρκέσει μήνες ή και να κλιμακωθεί περαιτέρω αν στη νέα κυβέρνηση εκλεγούν ευρωσκεπτικιστικά κόμματα; Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί από χθες στις αγορές, μετά τα όσα είπε η Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου, γιατί πολύ απλά η επικεφαλής της ΕΚΤ δεν απάντησε.
Αιφνιδιάζοντας τις αγορές, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 0,50%, αντί για 0,25% που αναμενόταν και ανακοίνωσε ένα «νέο ΟΜΤ», ένα μπαζούκα δηλαδή που σταματάει την άνοδο των spreads σε έκτακτες συνθήκες. Θεωρητικά, οι αγορές θα έπρεπε να μείνουν ευχαριστημένες αφού και τον πληθωρισμό προσπαθεί να τιθασεύσει με ταχύτερη αύξηση και τις αποδόσεις των ομολόγων προστατεύει με το εργαλείο «TPI».
Όμως για μία ακόμα φορά αποδείχθηκε ότι η ΕΚΤ δεν είναι μία «κανονική» κεντρική τράπεζα, που έχει ως προτεραιότητα τη «διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών» όπως αναφέρει η αποστολή της. Αλλά ένας οργανισμός στη λειτουργία του οποίου παίζουν καθοριστικό ρόλο οι πολιτικοί συσχετισμοί και τα διαφορετικά συμφέροντα 19 χωρών. Γι’ αυτό οι αγορές αρχικά αντέδρασαν θετικά αλλά στη συνέχεια ο ενθουσιασμός εξανεμίστηκε όσο η Λαγκάρντ εξηγούσε τις λεπτομέρειες και τις προϋποθέσεις του TPI. Άθελά της, η επικεφαλής της ΕΚΤ έδωσε μία σαφή εικόνα του παρασκηνίου που προηγήθηκε των χθεσινών ανακοινώσεων.
Η ΕΚΤ, λοιπόν, υπό το βάρος των ασφυκτικών και πολύμηνων πιέσεων του γερμανικού λόμπι, αποφάσισε να παρεμβαίνει ναι μεν στις αγορές ομολόγων αλλά μόνο όταν η διεύρυνση των spreads θεωρείται «αδικαιολόγητη». Και ποιος θα κρίνει αν είναι δικαιολογημένη ή όχι; Το δ.σ. της ΕΚΤ το οποίο διαφωνεί για πολύ πιο απλά ζητήματα...
Στην περίπτωση λ.χ. της Ιταλίας, τι θα γίνει αν τα spreads εκτροχιαστούν εξαιτίας της αβεβαιότητας που θα προκαλεί μία παρατεταμένη πολιτική κρίση; Θα κρίνει η ΕΚΤ ότι η Ιταλία ευθύνεται για την άνοδο των αποδόσεων και επομένως θα την αφήσει στο έλεος των αγορών; Αν όχι, μήπως τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα εκμεταλλευτούν την κατάσταση και προκαλέσουν μετωπική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες ενόψει του προϋπολογισμού του 2023; Οι προϋποθέσεις είναι αυστηρές και επομένως θα πρέπει η Ιταλία να επιδεικνύει πειθαρχία σε θέματα δημοσίου χρέους, μακροοικονομικής πολιτικής και υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης.
Επομένως, αυξάνεται πολύ ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης στην Ευρωζώνη, ανάλογα πάντα με το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών. Όσοι παρακολούθησαν τη συνέντευξη της Λαγκάρντ κατάλαβαν ότι στριμώχτηκε αρκετά και απέφυγε να απαντήσει στο κατά πόσο η πολιτική αβεβαιότητα δικαιολογεί την ενεργοποίηση του TPI. Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι οι λόγοι που οι αγορές κρατούν μικρό καλάθι για τις αποφάσεις της ΕΚΤ, παρά την έκπληξη με την πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά από 11 χρόνια και τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2000.
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκές αγορές δεν έχουν δει ακόμη τα χειρότερα καθώς η «δημιουργική ασάφεια» της ΕΚΤ αναφορικά με τις λεπτομέρειες του TPI και τους παράγοντες ενεργοποίησής του, επισκιάζουν το γεγονός ότι το νέο εργαλείο θα είναι απεριόριστης ισχύος.
Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές δεν αποκλείεται να δοκιμάσουν ξανά τις αντοχές και την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ και η πολιτική κρίση στην Ιταλία θα είναι μόνο μία από τις πιθανές αφορμές. Η ενδεχόμενη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, η επιμονή του πληθωρισμού λόγω της ενεργειακής ακρίβειας και η ευρύτερη γεωπολιτική αβεβαιότητα, είναι λόγοι που επιταχύνουν τη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και φέρνουν πιο κοντά την ύφεση.
Στο παρασκήνιο, η Λαγκάρντ προσπαθούσε εδώ και καιρό να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ Βορρά-Νότου, ζητώντας από τα μέλη του δ.σ. της ΕΚΤ να συμφωνήσουν σε μία «win-win» λύση που θα ικανοποιούσε και τις δύο πλευρές. Κάπως έτσι φτάσαμε στο «Transmission Protection Instrument - TPI» ή σε απλά ελληνικά την ασπίδα προστασίας των spreads. Ένα μηχανισμό δηλαδή ο οποίος όταν ενεργοποιείται η ΕΚΤ θα αγοράζει ομόλογα των οποίων οι αποδόσεις «ξεφεύγουν», αρκεί η συγκεκριμένη χώρα να είναι πειθαρχημένη. Μόνο που το πολυαναμενόμενο εργαλείο, ακριβώς επειδή βασίζεται σε μία σειρά προϋποθέσεων, θυμίζει σε πολλούς μνημόνια.