Του Θανάση Παπαδή
Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα φθίνει κάθε χρόνο που περνάει. Αυτό είναι το αβίαστο συμπέρασμα έρευνας του ΟΟΣΑ για την μεσαία τάξη στις χώρες μέλη του. Όπως τονίζεται στην ίδια έκθεση γίνεται περισσότερο ευάλωτη ενώ πλέον ένα μεγάλο μέρος της δεν μπορεί να καλύψει ακόμη και τις βασικές τους ανάγκες.
Παράλληλα σημειώνεται ότι η αύξηση των εξόδων είναι δυσανάλογη με την πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος, κάτι που οδηγεί την μεσαία τάξη στην αύξηση των χρεών τους.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την έρευνα εννέα στα δέκα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα παρουσιάζουν σοβαρές δυσκολίες προκειμένου να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους, ενώ επτά στους δέκα δηλώνει ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα έξοδα.
Βασικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι το κόστος διαβίωσης αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από το διαθέσιμο εισόδημα με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αντιμετωπίζοντας πιο συχνά το φαινόμενο της υπερχρέωσης.
Στην έρευνα του ΟΟΣΑ αναφέρεται ότι ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό στην Ινδία με ετήσιο εισόδημα 4.417 δολαρίων το 2016, ανήκε στη μεσαία τάξη, ενώ το αντίστοιχο νοικοκυριό στο Λουξεμβούργο έχει εισοδήματα 70.620 δολαρίων. Πρόκειται για τα δύο άκρα της «μεσαίας τάξης» στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 9 χειρότερη θέση, πριν μάλιστα τις αυξήσεις των φόρων που ακολούθησαν το 2017 και το 2018. Το 2016 στην Ελλάδα ως «μεσαία τάξη» θεωρείτο ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό με εισόδημα από 7.894 έως και 21.050 δολάρια.
Από το σύνολο της έρευνας εξάγεται με ευκολία το συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα η μεσαία τάξει τείνει να εξαφανιστεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ κατέχει την ένατη χειρότερη θέση ξεπερνώντας μόνο Τουρκία, Χιλή, Μεξικό, Ρωσία, Βραζιλία, Κίνα, Νότια Αφρική και Ινδία.
Στην άλλη άκρη, βρίσκονται χώρες όπως το Λουξεμβούργο με εισόδημα μεσαίας τάξης 26.482 -70.620 δολάρια, η Νορβηγία 26.4040 - 70.411 και η Ελβετία 24.664 - 65.771 δολάρια. Ακόμα και οι χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα με τη χώρα μας όπως η Πορτογαλία (9.854 - 26.278) και η Ισπανία (12.911 - 34.428) βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις.
Όπως προκύπτει από την μελέτη το 40% των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης σε 18 ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ είναι οικονομικά «ευάλωτα», και είναι αμφίβολο εάν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε απροσδόκητα έξοδα ή σε μια απότομη μείωση των εισοδημάτων τους.
Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ με βάση την ίδια έρευνα και τα διαθέσιμα στοιχεία ένα ποσοστό κοντά στο 50% (47% για την ακρίβεια) των νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα, ανέφεραν δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών τους το 2016. Για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 100%.
Ειδικότερα η μεσαία τάξη στην Ελλάδα σε ποσοστό 95% αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Νορβηγία και τη Σουηδία είναι 10% και υπερβαίνει το 70% μόνο σε χώρες όπως η Ουγγαρία , η Ιταλία, η Λετονία και η Βουλγαρία.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του ΟΟΣΑ διαπιστώνεται ότι η μεσαία τάξη συμπιέζεται τόσο με την έννοια ότι το μερίδιο των ατόμων στη μεσαία εισοδηματική ομάδα έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, και ότι το κόστος διαβίωσης στη μεσαία τάξη αυξάνεται ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα. Συγκεκριμένα το κόστος του βασικού τρόπου ζωής της μεσαίας τάξης έχει αυξηθεί ταχύτερα από ό, τι το εισόδημα, ιδίως η στέγαση και η εκπαίδευση, ενώ έχει αυξηθεί η εργασιακή ανασφάλεια στο πλαίσιο των ταχέως μεταβαλλόμενων αγορών εργασίας.
Σήμερα, η μεσαία τάξη μοιάζει όλο και περισσότερο σαν μια βάρκα σε ταραγμένα νερά. Η συμπιεσμένη μεσαία τάξη - σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ «βλέπει» έχουν το βιοτικό της επίπεδο να παραμείνει στάσιμο ή να μειώνεται μειωθεί, ενώ οι υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες συνεχίζουν να συσσωρεύουν εισόδημα και πλούτο. Μια ισχυρή και ευημερούσα μεσαία τάξη σύμφωνα με τον Οργανισμό είναι ζωτικής σημασίας καθώς είναι αυτή που καταναλώνει και διαδραματίζει βασικό ρόλο στην υποστήριξη των συστημάτων κοινωνικής προστασίας μέσω των φορολογικών εισφορών της. Οι κοινωνίες με ισχυρή μεσαία τάξη έχουν χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας, απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και ικανοποίησης από τη ζωή, καθώς και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα και καλή διακυβέρνηση.