Επιτυχημένο χαρακτήρισαν το μοντέλο που ακολούθησε η Ελλάδα στη διάρκεια της πανδημίας, οι δυο επιφανείς οικονομολόγοι που δημοσίευσαν τη μελέτη «Πώς να προστατέψεις θέσεις εργασίας στην εποχή της πανδημίας: Μαθήματα από την εμπειρία της Ελλάδας» στον έγκυρο ιστότοπο VoxEu. Ποια, όμως, ήταν τα στοιχεία που οδήγησαν τους καταξιωμένους οικονομολόγους σ’ αυτό το επαινετικό για τη χώρα μας συμπέρασμα;
Ο Mauro Testaverde, ανώτερος οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, και ο Gordon Betcherman, επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ottawa, συνέκριναν την ελληνική προσέγγιση με τα μοντέλα της υπόλοιπης Ευρώπης, αλλά και της Β. Αμερικής.
Σε γενικές γραμμές οι κυβερνήσεις των χωρών ακολούθησαν δυο μοντέλα, όπως αναφέρει η μελέτη:
- Το ένα μοντέλο έδωσε έμφαση στην υποστήριξη του εισοδήματος για όσους έχαναν την δουλειά τους μέσα από «ασφάλεια ανεργίας» (παροχές, επιδόματα ανεργίας κ.α.) και παροχή ρευστού.
- Το άλλο έριξε το βάρος στην προστασία της απασχόλησης (θέσεων εργασίας), στον περιορισμό των απολύσεων και στα βραχυπρόθεσμα προγράμματα αποζημιώσεων.
Η περίπτωση της Ελλάδας, που ακολούθησε το δεύτερο μοντέλο της προστασίας απασχόλησης, εξετάστηκε λεπτομερώς. Οι δυο οικονομολόγοι συμπεραίνουν ότι η προσέγγιση της ελληνικής κυβέρνησης πέτυχε να μετριάσει την απειλή για εκτίναξη της ανεργίας. Βέβαια, όπως σημειώνουν, συνέπειες του lockdown εκδηλώθηκαν. Με άλλους τρόπους, όμως, κυρίως όσον αφορά στην δημιουργία θέσεων εργασίας:
«Στην περίπτωση της Ελλάδας η πανδημία ήρθε την ατυχή στιγμή που η οικονομία της είχε αρχίσει να ανακάμπτει από τη δεκαετή οικονομική κρίση. Ειδικά τους πρώτους μήνες, η Ελλάδα κατάφερε να διαχειριστεί καλά τον ιό, μέσω ενός ταχέως επιβληθέντος και αυστηρού lockdown. Το κόστος ήταν μια σοβαρή οικονομική ύφεση. Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 14% το β’ τρίμηνο και το ΔΝΤ εκτίμησε ότι θα μειωθεί κατά 9,5% το 2020. Στις αρχές Νοεμβρίου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα δεύτερο lockdown που ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ».
Τα στοιχεία «κινητικότητας» δείχνουν ότι, στο πρώτο lockdown από τις αρχές Μαρτίου, οι Έλληνες έμειναν σπίτι. Άρχισαν σταδιακά να βγαίνουν μόνο μετά τις αρχές Μαϊου, όταν και ήρθησαν οι περισσότεροι περιορισμοί. Όμως, η ανεργία δεν αυξήθηκε.
Αυτό, σύμφωνα με τη μελέτη, δεν σημαίνει ότι η αγορά εργασίας δεν επηρεάστηκε σημαντικά από την πανδημία και το lockdown, αφού δεν δημιουργήθηκαν δουλειές κατά τη διάρκεια εκείνων των μηνών. Κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι τέλη χειμώνα και άνοιξη είναι συνήθως οι εποχές που ο εξόχως σημαντικός τομέας για την ελληνική οικονομία, αυτός του τουρισμού, προσλαμβάνει για την θερινή περίοδο. Η απασχόληση ως τα τέλη Ιουνίου ήταν 12% χαμηλότερη από ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχε η πανδημία, με την πλειονότητα αυτών των «χαμένων» θέσεων εργασίας να σχετίζονται με τον τουρισμό.
Πως εξηγείται αυτή η εικόνα, δηλαδή ότι σε μεγάλη οικονομική επιβράδυνση δεν παρατηρήθηκε αύξηση των απολύσεων και ο μοναδικός αντίκτυπος ήταν η παύση των προσλήψεων;
Κατά τους μελετητές, η απάντηση βρίσκεται στις πολιτικές διατήρησης των θέσεων εργασίας που υιοθέτησε εξ’ αρχής η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μετριάσει το κόστος του lockdown και να προστατέψει τους εργαζόμενους. Απαγορεύτηκαν οι απολύσεις σε τομείς που χαρακτηρίστηκαν ως επηρεαζόμενοι από την κρίση της πανδημίας και διατέθηκαν χρήματα στους εργαζόμενους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα απολύονταν από τους εργοδότες τους.
Η Ελλάδα ήταν μεταξύ κι άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ακολούθησαν παρόμοιες προσεγγίσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας. Συγκριτικά με την Β. Αμερική, όπου εκεί η έμφαση δόθηκε στο πρώτο μοντέλο, αυτό της υποστήριξης εισοδήματος, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά σχεδόν 7 ποσοστιαίες μονάδες στον Καναδά και κατά σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες στις ΗΠΑ μεταξύ Φεβρουαρίου - Ιουνίου. Η συνολική απασχόληση το β’ τρίμηνο μειώθηκε κατά 11% στον Καναδά και κατά σχεδόν 13% στις ΗΠΑ. Συγκριτικά, η μείωση ήταν μόλις 3% στην Ελλάδα και 2,5% σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η μελέτη αναφέρει ότι τα στοιχεία από τους πρώτους μήνες της κρίσης της πανδημίας δείχνουν να τονίζουν τα προτερήματα των πολιτικών που προστάτευσαν τις δουλειές, παρά αυτών που στήριξαν όσους εργαζόμενους τις έχασαν κι έμειναν άνεργοι.
Το μοντέλο προστασίας που ακολούθησε η Ελλάδα, επισημαίνουν οι δυο οικονομολόγοι, παρέχει το πλεονέκτημα ότι οι επιχειρήσεις δεν θα χρειάζεται να ψάξουν στη συνέχεια στην αγορά εργασίας για νέους εργαζόμενους. Από την άλλη, τα μοντέλα στήριξης εισοδήματος δείχνουν πιο κατάλληλα για μια ταχύτερη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας αφού επιβάλλουν μετεγκατάσταση εργαζομένων από επιχειρήσεις και τομείς που ενδέχεται να μην είναι βιώσιμοι προς επιχειρήσεις και τομείς με καλύτερες μακροπρόθεσμες προοπτικές.
Η απασχόληση σημείωσε ισχυρή ανάκαμψη σε Καναδά και ΗΠΑ το γ’ τρίμηνο, καταγράφοντας άνοδο 8.6% και 6.2% αντίστοιχα. Με αυτήν την αύξηση της απασχόλησης, τα ποσοστά ανεργίας στις δυο χώρες μειώθηκαν κατά 3-4 ποσοστιαίες μονάδες το τρίμηνο, ενώ το ποσοστό σε ολόκληρη την ΕΕ αυξήθηκε.
Η μελέτη καταλήγει ότι οι στρατηγικές θα πρέπει να στραφούν προς πολιτικές που αυξάνουν τις δυνατότητες απασχόλησης για άνεργους και ευάλωτους εργαζόμενους. Είναι σημαντικό οι εργαζόμενοι χωρίς δουλειά να μην γίνουν στο μέλλον μακροχρόνια άνεργοι. Η πανδημία επιταχύνει τεχνολογικές και δομικές αλλαγές, οπότε αυτοί οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για δεξιότητες και επαγγέλματα που θα απαιτηθούν στην μετά την πανδημία αγορά εργασίας.
Οι χώρες θα πρέπει να είναι έτοιμες, όταν οι πόροι για την προστασία των εισοδημάτων μειωθούν, να ανακατανείμουν χρηματοδότηση σε προγράμματα που βελτιώνουν την αναζήτηση εργασίας και προσφέρουν κατάρτιση σε δεξιότητες για τις νέες δουλειές: «Συνοπτικά, δεδομένης της φύσης αυτής της κρίσης, τα μοντέλα για την διαχείριση των σοκ στην αγορά εργασίας θα πρέπει όχι μόνο να προσφέρουν προστασία βραχυπρόθεσμα αλλά κι εκτεταμένη υποστήριξη όταν το σοκ επιμένει ή επανεμφανίζεται, όπως συμβαίνει με τα κύματα του κορονοϊού. Οι επιτυχημένες πολιτικές θα πρέπει να μπορούν να ενισχύσουν την δημιουργία θέσεων εργασίας όταν θα ισχύουν οι συνθήκες για ένα restart της οικονομίας».