Στη βελτίωση του δικτύου πωλήσεων και διανομής, στην επέκταση του προϊοντικού της χαρτοφυλακίου με νέα snacks και στην περαιτέρω ανάπτυξη της Chipita στις αγορές του εξωτερικού στοχεύει σύμφωνα με την Moody’s η εξαγορά της ελληνικής εταιρείας από την Mondelez.
Επίσης, η Mondelez μέσω του «χρυσού» deal με την Chipita θα μπορέσει να κυκλοφορήσει τα προϊόντα της δεύτερης σε όλο τον κόσμο, στις αγορές που δραστηριοποιείται η αμερικάνικη εταιρεία.
Οι πωλήσεις της ελληνικής εταιρείας το 2020 ήταν 580 εκατ. ευρώ σύμφωνα με την Moody’s και διαθέτει τα προϊόντα της σε μία αγορά περίπου 2 δισ. καταναλωτών σε πάνω από 50 χώρες. Στα top brands της Chipita, σύμφωνα με την Moody’s, συγκαταλέγονται τα 7Days, τα Chipicao και τα Fineti, ενώ η εταιρεία έχει 13 εργοστάσια παραγωγής και πάνω από 5.000 υπαλλήλους.
Η αμερικάνικη εταιρεία αναμένει αύξηση του τζίρου της και μείωση του δανεισμού της σε βάθος χρόνου, καθώς θα της παρασχεθεί σημαντική ρευστότητα από το εν λόγω deal. Αξίζει να σημειωθεί πως η εξαγορά της Chipita εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική της Mondelez για εξαγορές και ανάπτυξη σε νέα προϊόντα και σημεία διανομής, καθώς ήδη από τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους έχει δαπανήσει πάνω από 4 δισ. ευρώ σε εξαγορές εταιρειών.
Η Mondelez είναι η Πέμπτη μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στον κόσμο με τζίρο 27 δισ. δολάρια και είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σνακ διεθνώς, με κορυφαία brands τα Oreo, Nabisco, Cadbury, Millka και Trident.
Πάντως το deal χαρακτηρίζεται από τη Moody’s ως «credit negative» για την Mondelez, καθώς θα διατηρήσει τη μόχλευση στο υψηλότερο επίπεδο του αναμενόμενου εύρους για την αξιολόγηση. Ο αμερικάνικος οίκος υποθέτει πως το deal χρηματοδοτείται μέσω χρέους και εκτιμά ότι θα υπάρξει μόχλευση χρέους/EBITDA άνω του 3,8 για την περίοδο που έληξε στις 31 Μαρτίου.
Αξίζει να σημειωθεί πως η αξιολόγηση BAA1 της Mondelez και το σταθερό outlook δεν επηρεάζεται, καθώς η θέση της εταιρείας βελτιώνεται σε αναπτυσσόμενες αγορές.