Στην κλίμακα Ba1 με θετικές, όμως, αντί σταθερές προοπτικές αναβάθμισε την ελληνική οικονομία η Moody’s. Η αναβάθμιση, η οποία δεν έδωσε τελικά την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται, ήδη, σε επενδυτική βαθμίδα από τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης με πιο πρόσφατη αυτήν του καναδικού οίκου DBRS.
Σημειώνεται ότι η Moody’s, η οποία το 2010 είχε ρίξει την αξιολόγηση της Ελλάδας στην κατηγορία junk εμφανίζεται επιφυλακτική στις αναβαθμίσεις για διάφορους λόγους, εστιάζοντας κυρίως στον υψηλό λόγο χρέους ως προς το ΑΕΠ, στο υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στο γεγονός ότι την πορεία της ελληνικής οικονομίας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό εξωγενείς παράγοντες, καθώς οι πιο αποδοτικοί κλάδοι είναι η ναυτιλία και ο τουρισμός.
Απομένουν άλλες δύο αξιολογήσεις ως το τέλος του έτους, η μία στις 18 Οκτωβρίου από τη Standard and Poor’s και η άλλη στις 6 Δεκεμβρίου από τη Scope Ratings.
Όπως σημειώνει ο οίκος, η αναβάθμιση των προοπτικών σε θετικές αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει τους κινδύνους ενδεχόμενων υποχρεώσεων για την κυβέρνηση. Επιπλέον, με την πιθανότητα οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικών επιδόσεων που να ξεπερνούν τις προσδοκίες του οίκου, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο.
Επιπλέον, ο αμερικανικός οίκος, αιτιολογώντας περαιτέρω την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας.
Κ. Χατζηδάκης: Απάντηση στη μηδενιστική κριτική οι θετικές εκτιμήσεις από τη Moody’s
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μετά την ανακοίνωση του οίκου Moody’s για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η Moody’s προχώρησε σήμερα στην αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας για τρεις κυρίως λόγους που, όπως σημειώνει η ίδια, είναι οι εξής: η ταχύτερη ανάπτυξη, οι καλύτερες σε σχέση με τον προγραμματισμό δημοσιονομικές επιδόσεις οι οποίες αποδίδονται κυρίως στα μέτρα περιορισμού της φοροδιαφυγής και η περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος.
Πρόκειται για την δεύτερη αναβάθμιση των προοπτικών της οικονομίας από διεθνή οίκο αξιολόγησης ύστερα από την αντίστοιχη κίνηση της DBRS την προηγούμενη εβδομάδα.
Η Moody’s σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή προσήλωση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων (ψηφιοποίηση της ΑΑΔΕ, ηλεκτρονική τιμολόγηση, διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές) που έχουν ενισχύσει τα έσοδα . Επισημαίνει ακόμη ότι τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα - ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη πραγματική και ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ - θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους την ταχύτερη μείωση του χρέους.
Ενώ σε σχέση με τις τράπεζες ο οίκος υπογραμμίζει ότι η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται τώρα πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ ως προς τους δείκτες κεφαλαιοποίησης, κερδοφορίας και μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η αξιολόγηση της Moody’s αποτελεί μια ακόμη απάντηση σε όσους επιμένουν σε μηδενιστική κριτική για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Πολιτική την οποία η κυβέρνηση θα συνεχίσει με ταχύτερους ρυθμούς, όχι μόνο γιατί αναγνωρίζεται στο εξωτερικό αλλά κυρίως επειδή οι πολίτες διαπιστώνουν καθημερινά τα θετικά της αποτελέσματα στην ανάπτυξη, τα εισοδήματα, τη μείωση της ανεργίας και τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών».
Το «σήμα» της DBRS
Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS ο πρώτος από τους τέσσερις μεγάλους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, που έδωσε πριν από ένα χρόνο, περίπου, για πρώτη φορά την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, προέβη πριν μια εβδομάδα σε νέα αναβάθμιση.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο καναδικός οίκος η νέα αναβάθμιση της Ελλάδα οφείλεται στην περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία, να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώσει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της DBRS, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πόρους της ΕΕ, αναμένεται να αυξήσουν το δυναμικό του ΑΕΠ και να καταστήσουν την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη. Από το 2021, η Ελλάδα έχει υπεραποδόσεις τη μέση ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 2,0% και στις δύο τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Ακόμη, η απόφαση του καναδικού οίκου βασίζεται και στην ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από το ακόμη υψηλό δημόσιο χρέος ποσοστό, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με την DBRS, στους παράγοντες αναβάθμισης περιλαμβάνονται η περαιτέρω βελτίωση των κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, η συνέχιση των υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, που υποστηρίζονται από διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και μια σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους ή συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τη μακροπρόθεσμη προοπτικές ανάπτυξης.
Πιθανές αιτίες υποβάθμισης μπορεί να είναι μια παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, μια αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή και οι δυο μαζί.