Του Βασίλη Γεώργα
Έναν ανέλπιστο σύμμαχο βρήκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι υπέρμαχοι της χρήσης μετρητών στις συναλλαγές τους και όσοι θεωρούν ότι παραβιάζονται τα ατομικά τους δικαιώματα μέσω της επιβολής όλο και χαμηλότερων υποχρεωτικών ορίων στις πληρωμές με χαρτονομίσματα.
Το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω από τα εκπεφρασμένα σχέδιά του να μειώσει στα 300 από τα 500 ευρώ το όριο κάθε επιχειρηματικής συναλλαγής σε μετρητά, καθώς η παρέμβαση της ΕΚΤ στο συγκεκριμένο θέμα υπήρξε καταλυτική.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεώρησε υπερβολικά περιοριστική τη μείωση του ορίου των 500 ευρώ πάνω από το οποίο όλες οι συναλλαγές θα πρέπει να γίνονται με ηλεκτρονικά μέσα για λόγους ελέγχου της φοροδιαφυγής, και στην πραγματικότητα έβαλε μπλόκο στη συγκεκριμένη ρύθμιση η οποία απεσύρθη τελικά από την τελική μορφή του φορολογικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή.
Στη γνωμοδότηση της η ΕΚΤ θεωρεί η μείωση του ορίου στα 300 ευρώ στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων θα είχε δυσανάλογα οφέλη σε σχέση με τις δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών σε μετρητά και επισημαίνει με νόημα ότι πριν την επιβολή κάθε περιορισμού θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς συνέπειες καθώς και εάν θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εναλλακτικά μέτρα που θα πληρούσαν τον σχετικό στόχο και θα είχαν λιγότερο δυσμενείς επιπτώσεις.
Εμμέσως πλην σαφώς η ΕΚΤ λέει ότι το μέτρο περιορισμού της χρήσης μετρητών σε τόσο χαμηλά επίπεδα δεν θα είχε ουσιαστικό όφελος στην αύξηση των φορολογικών εσόδων αλλά αντίθετα θα επηρέαζαν αρνητικά το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ.
Επίσης ενώ η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν εν γένει νόμιμα μέσα διακανονισμού νομισματικών οφειλών πέραν των μετρητών, επισημαίνει ότι θα πρέπει να εξακριβώνεται προσεκτικά από τις ελληνικές αρχές η πρόσβαση όλων των τμημάτων της κοινωνίας στα εν λόγω μέσα, με κόστος συγκρίσιμο με εκείνο των μετρητών. Και αυτό γιατί τα συγκεκριμένα άλλα μέσα ενδέχεται να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τα μετρητά και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να μην αποτελούν πλήρως ισοδύναμες εναλλακτικές δυνατότητες.