Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μία γρήγορη απάντηση στο ερώτημα είναι «ναι και μάλιστα θα έπρεπε να δανείζεται πολύ χαμηλότερα». Όσο περίεργο και αν ακούγεται, η Ελλάδα της μεγαλύτερης κρίσης στη σύγχρονη ιστορία εν καιρώ ειρήνης, των τριών μνημονίων και της Μεγάλης Ύφεσης (άνω του 25%), πληρώνει σήμερα χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού για 5 χρόνια από τις ΗΠΑ, και η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να μην πληρώνει… καθόλου επιτόκιο.
Ζούμε αναμφίβολα σε μία εποχή που οι αγορές… ζουν με μηχανική υποστήριξη, αφού συνήθισαν με τα μηδενικά επιτόκια και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και πλέον δείχνουν να μην μπορούν να σταθούν στα πόδια τους χωρίς «δεκανίκια». Σε αυτό το ιδιαίτερα αλλοπρόσαλλο σκηνικό όπου όλοι φοβούνται τη σκιά τους αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμοι να πιστέψουν πως οι αγορές να κινούνται ανοδικά για πάντα, η Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο να δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο από τις ΗΠΑ.
Η περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκε με την απόδοση του ελληνικού 5ετούς ομολόγου να διαμορφώνεται στο 2,162% όταν του αντίστοιχου αμερικανικού έκλεισε στο 2,37%. Ενώ υπάρχουν αρκετοί παράμετροι που οδηγούν κάποιους σήμερα ποντάρουν στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν έχει ακόμη ξεφύγει από την κρίση, ο βασικός λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν υψηλές αποδόσεις και ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν μπορεί να υπάρχει ούτε ένας επενδυτής στον κόσμο που να προτιμά να αγοράσει ελληνικούς τίτλους αντί για αμερικανικούς όταν μάλιστα έχουν την ίδια απόδοση, η διαμόρφωση του κόστους δανεισμού για τις ΗΠΑ εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που πολλές φορές «τέμνονται» προκαλώντας σύγχυση.
Στην ουσία, δηλαδή, η Ελλάδα σε καμία περίπτωση δεν φέρει χαμηλότερο ρίσκο χώρας από τις ΗΠΑ, αλλά εκμεταλλεύεται μία αλληλουχία εξελίξεων που οδηγούν σε άνοδο τις αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων και σε πτώση των ελληνικών. Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων αρκεί να πούμε ότι οι επενδυτές πληρώνουν την Πορτογαλία για να την δανείσουν έως και τρία χρόνια, ενώ το επιτόκιο 5 ετών διαμορφώνεται σήμερα στο 0,149%.
Αν, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είχε περάσει τη μεγάλη κρίση του 2015 και είχε εφαρμόσει ταχύτερα τις πολιτικές που απαιτούνταν για να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της, θα μπορούσε στη δεδομένη χρονική συγκυρία να δανείζεται έστω λίγο υψηλότερα από την Πορτογαλία, αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερα από σήμερα. Είναι ενδεικτικό ότι το επιτόκιο δανεισμού της Κύπρου για 5 χρόνια βρίσκεται στο 0,62%. Επομένως μπορεί να φαίνεται απίστευτα εντυπωσιακό το γεγονός ότι δανειζόμαστε φθηνότερα από τις ΗΠΑ αλλά την ίδια ώρα δανειζόμαστε πολύ ακριβότερα από ότι θα μπορούσαμε.
Το μεγάλο στοίχημα από δω και πέρα είναι να μην κάνουμε βήματα πίσω λόγω εκλογών και η επόμενη κυβέρνηση να πείσει τις αγορές θα κάνει όλα όσα δεν έγιναν την τελευταία τετραετία και παράλληλα θα πρέπει να μην επιδεινωθούν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές.
Τι ακριβώς συμβαίνει στις αγορές
Από τον Οκτώβριο του 2017 μέχρι σήμερα το αμερικανικό δημόσιο δανείζεται με επιτόκιο άνω του 2% για διάρκεια 5 ετών, μία εξέλιξη που μπορεί να μην αποτελεί κάτι νέο για τις ΗΠΑ, ωστόσο θυμίζει άλλες εποχές αφού μετά την κρίση του 2008 και τον μηδενισμό των επιτοκίων από την Fed, η απόδοση του 5ετούς ομολόγου είχε υποχωρήσει έως και το 0,5%.
Όσο μετριάζονται οι ανησυχίες για ύφεση στην παγκόσμια αλλά και στην αμερικανική οικονομία, τόσο αυξάνεται η διάθεση ανάληψης κινδύνου στις τάξεις των επενδυτών, που συνεπάγεται ότι οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων πρέπει να ενισχυθούν καθώς σημειώνονται εκροές κεφαλαίων. Για παράδειγμα, την περασμένη Παρασκευή 12 Απριλίου οι αποδόσεις των αμερικανικών τίτλων ανήλθαν σε υψηλό 3 εβδομάδων στον απόηχο των στοιχείων που έδειξαν ότι οι εξαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν τον Μάρτιο.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που συνέβαλε στη βελτίωση του κλίματος αναφορικά με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Επίσης, υποχώρησαν και οι φόβοι για ύφεση στις ΗΠΑ, οδηγώντας σε «εξομάλυνση» την καμπύλη των αποδόσεων των αμερικανικών τίτλων. Την ίδια ώρα, η απομάκρυνση της ύφεσης σημαίνει ότι η Fed θα επανέλθει σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων, παράγοντας που δίνει ώθηση στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων. Το ίδιο συνέβη την Παρασκευή και στην Ευρώπη με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας να ενισχύεται άνω του 7% σε υψηλό τριών εβδομάδων επιστρέφοντας σε θετικό έδαφος.