Η πρόσφατη ανακάλυψη τεράστιας ποσότητας πετρελαίου στις ακτές της Γουιάνας, εκτιμάται ότι θα φέρει σύντομα τη μικρή και ασήμαντη μέχρι πρότινος χώρα της Νοτίου Αμερικής, αντιμέτωπη με τις μεγάλες ευκαιρίες και προκλήσεις μιας πετρελαιοπαραγωγού χώρας.
Η Γουιάνα είναι δικαιολογημένα από τις πιο άγνωστες χώρες της περιοχής. Υποανάπτυκτη, με μικρό πληθυσμό (735.000) και με περιορισμένες οικονομικές προοπτικές, η χώρα δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τα διεθνή ΜΜΕ, παρά μόνο για το ρόλο της στο παγκόσμιο δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών.
Η περιοχή της Γουιάνας, υπήρξε αποικία, αρχικά των Ολλανδών και από το 1814 των Βρετανών. Η Βρετανική αυτοκρατορία, ένωσε τα τρία προηγούμενα διοικητικά κέντρα σε ένα, σχηματίζοντας την αποικία με το όνομα «Βρετανική Γουιάνα» και πρωτεύουσα της την Τζόρτζτάουν. Η Βρετανία κράτησε τη χώρα υπό τον έλεγχό της μέχρι και το 1969, όταν η Γουιάνα κέρδισε την ανεξαρτησία της και ονομάστηκε «Συνεργατική Δημοκρατία της Γουιάνας».
Μια νέα πετρελαϊκή δύναμη
Μετά από δύο χρόνια εξερεύνησης των ακτών της Γουιάνας, οι δύο πετρελαϊκοί κολοσσοί Exxon και Ηess Co, ανακοίνωσαν τον Ιανουάριο του 2017 την ανακάλυψη ενός εκ των «μεγαλύτερων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που έχει βρεθεί τις τελευταίες δεκαετίες».
Οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αποθέματα που μπορεί να ξεπερνούν τα 2 δισ. βαρέλια, ενώ οι ειδικοί, δεν αποκλείουν την πιθανότητα τα αποθέματα να είναι πολύ μεγαλύτερα. (έως και 5 δισ. βαρέλια).
Με τη σημερινή τιμή του μαύρου χρυσού, η αξία του κοιτάσματος, εκτιμάται τουλάχιστον στα 200 δισ. δολάρια, ποσό δηλαδή, που αναλογεί σε 250.000 δολάρια ανά κάτοικο.
Είναι δεδομένο, πως η εκμετάλλευση πετρελαίου απαιτεί την επένδυση σημαντικών πόρων, και ήδη η Exxon και η Ηess Co. έχουν δεσμευτεί για επενδύσεις 900 εκατ. δολαρίων το χρόνο, ενώ και η ίδια η Γουιάνα έχει διαθέσει σημαντικούς πόρους, ελπίζοντας ότι θα ξεκινήσει τις πρώτες εξαγωγές πετρελαίου μέχρι το 2020.
Όλα δείχνουν ότι η Γουιάνα θα έχει τη δυνατότητα να γίνει μια νέα πετρελαϊκή δύναμη, αλλά και να ακολουθήσει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που έχουν σημειωθεί ποτέ.
Όμως, η μοναδική ευκαιρία της χώρας για οικονομική ευημερία θα πραγματοποιηθεί, μόνο εάν η χώρα αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις που πηγάζουν όχι μόνο από τα εσωτερικά της προβλήματα, αλλά και από τη διαμάχη της με την γειτονική Βενεζουέλα.
Η διαμάχη με τη Βενεζουέλα
Η σχέση μεταξύ Γουιάνας και Βενεζουέλας είναι τεταμένη λόγω μίας διαμάχης που μαίνεται από τον 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή των αγώνων για την ανεξαρτησία των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Βενεζουέλα διεκδικεί σχεδόν το 70% των εδαφών της γειτονικής της χώρας, παρότι το 1899 είχε επιλυθεί το ζήτημα, με τη Γουιάνα (αποικία ακόμα της Μ. Βρετανίας) να παραχωρεί κάποια από τα εδάφη της, με στόχο την οριστική επίλυση του θέματος.
Μετά την ανεξαρτησία της Γουιάνας το 1969, επανήλθε και πάλι το εδαφικό ζήτημα, καθώς η Βενεζουέλα προέβαλε εκ νέου τις διεκδικήσεις της.
Όμως οι, αριστερής κατεύθυνσης, κυβερνήσεις των δύο χωρών, ώθησαν τις διμερείς σχέσεις σε ραγδαία βελτίωση, στο βαθμό που η Βενεζουέλα έγινε ο βασικός υποστηρικτής για την ένταξη της Γουιάνας στην Οργάνωση Αμερικάνικων κρατών (OAS), ενώ την συμπεριέλαβε και στην Petrocaribe, οργανισμό με τον οποίο η Βενεζουέλα παρέχει διευκολύνσεις πληρωμών για αγορά πετρελαίου από την ίδια σε χώρες της Καραϊβικής.
Παρομοίως και η Γουιάνα, υποστήριξε την Βενεζουέλα σε ζητήματα της με την CARICOM, (Κοινότητα των κρατών της Καραϊβικής), μίας οργάνωσης με ιδιαίτερη βαρύτητα για την περιοχή, της οποίας αποτελεί πρωταγωνιστικό μέλος, με τα κεντρικά της οργάνωσης να βρίσκονται στη πρωτεύουσα Τζόρτζτάουν.
Η ένταση όμως μεταξύ των δύο χωρών αναζωπυρώθηκε, μετά την εκλογή του φιλοδυτικού David Granger το Μάιο 2005, με την οποία έλαβε τέλος η 23 ετών κυριαρχία του Λαϊκού Προοδευτικού Κόμματος (People''s Progressive Party).
Ο Granger, ο οποίος διατηρεί στενές σχέσεις με την Ουάσινγκτον, πήρε την απόφαση να βάλει οριστικά τέλος στις εδαφικές διεκδικήσεις της γείτονος χώρας, και οι δύο πλευρες διαπραγματεύονται πλέον το ζήτημα με τη διαιτησία του ΟΗΕ.
«Έχοντας γνώση της στρατιωτικής και οικονομικής της ανωτερότητας, αλλά αγνοώντας πλήρως τις υποχρεώσεις της, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών, η Βενεζουέλα ακολουθεί το δρόμο της επιθετικότητας και του εκφοβισμού», είχε τονίσει ο Granger σε Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Το Essequibo, που περιλαμβάνει πάνω από τη μισή ακτογραμμή της Γουιάνας, καθώς και τα νησιά Stabroek, και οι δύο περιοχές που διεκδικεί η Βενεζουέλα, συμπίπτουν ή βρίσκονται πολύ κοντά με την περιοχή που ανακαλύφθηκε το νέο κοίτασμα πετρελαίου. Έτσι το ζήτημα έχει πάρει νέα τροπή, καθώς οι διεκδικήσεις αφορούν πλέον και τον ορυκτό πλούτο της Γουιάνας.
Σημειώνεται επίσης, πως εδαφικές διεκδικήσεις, από τη Γουιάνα έχει και το Σούριναμ το οποίο ισχυρίζεται πως του ανήκει το 7% της επικράτειας της χώρας, χωρίς όμως η διεκδικούμενη περιοχή να συμπίπτει τον θαλάσσιο χώρο στον οποίο βρίσκεται το κοίτασμα.
Μπορεί να τα καταφέρει;
Η χρονική συγκυρία φαίνεται ευνοϊκή, ώστε η μικρή χώρα της Ν. Αμερικής να μετατραπεί από υπανάπτυκτο κράτος, σε ένα πόλο ευημερίας και ανάπτυξης της περιοχής.
Η κυβέρνηση του David Granger, έθεσε τέλος στην εξουσία του Λαϊκού Προοδευτικού Κόμματος, η οποία βασιζόταν εν πολλοίς σε φυλετικούς διαχωρισμούς.
Συγκεκριμένα, το κόμμα λειτουργούσε μεροληπτικά υπέρ των κατοίκων ινδικής προέλευσης αμελώντας τους καταγόμενους από την Αφρική κατοίκους (50% και 39% του πληθυσμού αντίστοιχα).
Ο Granger, φρόντισε να σχηματίσει μια πολυσυλλεκτική κυβέρνηση, και να προωθήσει νόμους υπέρ της αξιοκρατίας και της δικαιοσύνης στη δημόσια διοίκηση, με στόχο την επούλωση των διχαστικών φυλετικών διαφορών των κατοίκων της χώρας.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Granger έχει σημειώσει βήματα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αν και έχει να διανύσει ακόμα μακρύ δρόμο, μέχρι να εξελιχθεί η Γουιάνα σε μία πραγματικά ασφαλή χώρα. Σημειώνεται, ότι η χώρα βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις σε λίστες με τις πιο διεφθαρμένες χώρες παγκοσμίως.
Επιπλέον, η κρίση στη Βενεζουέλα φαίνεται, ότι την καθιστά προς το παρόν λιγότερο απειλητική για την ασφάλεια της Γουιάνας, με τον πρόεδρο της, Νicolas Μaduro, να είναι ολοένα και πιο απομονωμένος στη διεθνή σκηνή, σε μία κρίσιμη περίοδο για τις εδαφικές αξιώσεις της χώρας του, κατά την οποία ενδέχεται να βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων.
Καταλήγοντας, η νέα κυβέρνηση της Γουιάνας, έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις, όπως η ανάπτυξη της πετρελαϊκής παραγωγής, η επίλυση της εδαφικής διαμάχης με τη Βενεζουέλα και η μάχη κατά της διαφθοράς και του εγκλήματος. Αν επιτύχει τους στόχους της και παράλληλα προβεί σε χρηστή διαχείριση των νέων πόρων, οι κάτοικοι της Γουιάνας, έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται αισιόδοξοι για το μέλλον.
Επιμέλεια: Σωτήρης Ακτύπης