Μπορούν τα 10 τρισ. καταθέσεων να σώσουν την Ευρώπη;
Shutterstock
Shutterstock

Μπορούν τα 10 τρισ. καταθέσεων να σώσουν την Ευρώπη;

Παρά τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που έχουν διατεθεί μέχρι σήμερα, η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει σε τέλμα. Είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι το ΑΕΠ της ΕΕ έχει να αναπτυχθεί με ρυθμό ίσο ή υψηλότερο του 3% από το μακρινό 2007, αν εξαιρέσουμε βέβαια τα έτη 2021 και 2022 που η ανάπτυξη οφείλεται στην επανεκκίνηση της οικονομίας από την πανδημία καθώς και στα πακέτα στήριξης. Η Ευρώπη, λοιπόν, αναζητεί ένα σωσίβιο και ταυτόχρονα μία ώθηση που θα τη βγάλει από το τέλμα για να ανακτήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα και να προλάβει το τρένο της ψηφιακής επανάστασης. 

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μέσα στο επόμενο διάστημα η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, θα έχει στα χέρια της την πολυσυζητημένη έκθεση του Μάριο Ντράγκι για το μέλλον της Ευρώπης. Μία έκθεση στην οποία ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, αναλύει το πώς η Ευρώπη μπορεί να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα για να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της. 

Μπορεί η λύση στα προβλήματα της Ευρώπης να είναι η Ένωση Κεφαλαιαγορών και παράλληλα η αξιοποίηση των 10 τρισ. ευρώ καταθέσεων που «λιμνάζουν» με χαμηλά επιτόκια στις τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου;

Πριν από λίγες ημέρες, το περιοδικό Politico φιλοξένησε ένα εκτενές αφιέρωμα για ένα φιλόδοξο όσο και αμφιλεγόμενο σχέδιο που βρίσκεται υπό επεξεργασία στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων. Σύμφωνα με αυτό, στα επόμενα χρόνια η Ευρώπη θα προσπαθήσει να δώσει τεράστια ώθηση στην οικονομία της και να κλείσει το συνεχώς αυξανόμενο κενό που τη χωρίζει από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, των ΗΠΑ και της Κίνας. Και όπως σημειώνει πολύ εύστοχα το Politico, ίσως το συγκεκριμένο σχέδιο αποτελεί την τελευταία ευκαιρία της Ευρώπης να σωθεί από την οικονομική άβυσσο. 

Το σχέδιο δεν είναι άλλο από την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union-CMU), μέσω της οποίας εκτιμάται ότι θα αποδεσμευτούν οι απαραίτητοι χρηματοδοτικοί πόροι για τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όπως αναφέρει η Κομισιόν, στόχος είναι να υπάρχει ροή επενδύσεων και αποταμιεύσεων ανά την ΕΕ έτσι ώστε να ωφεληθούν οι καταναλωτές, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το που εδρεύουν. Με απλά λόγια, μία επιχείρηση από την Ελλάδα θα μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από οποιαδήποτε χώρα της Ε.Ε.

Στην ουσία, η Ευρώπη θέλει να δημιουργήσει μία ενιαία αγορά διακίνησης κεφαλαίων. Και μέσω αυτής να αξιοποιήσει και τις αποταμιεύσεις των πολιτών της που προέρχονται από μισθούς, άλλα έσοδα και συντάξεις. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι Ευρωπαίοι «κάθονται» πάνω σε καταθέσεις ύψους 10 τρισ. ευρώ, οι οποίες απλώς τοκίζονται με κάποιο χαμηλό επιτόκιο. Η βασική ιδέα του σχεδίου λέει πως αν ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών μπορέσει να επενδυθεί, τότε η ευρωπαϊκή οικονομία θα δεχτεί τεράστια ώθηση. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ, περίπου σε ποσοστό 60% τα νοικοκυριά έχουν στην κατοχή τους μετοχές, είτε άμεσα, είτε έμμεσα μέσω των συνταξιοδοτικών τους προγραμμάτων. Στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στις δύο κορυφαίες οικονομίες, της Γερμανίας και της Γαλλίας, το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται κοντά στο 18%. Την ίδια ώρα, η συνολική χρηματιστηριακή αξία των ευρωπαϊκών μετοχών ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σχεδόν η μισή σε σύγκριση με τον αντίστοιχο λόγο στις ΗΠΑ, σύμφωνα με μελέτη της Κομισιόν που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023.

Οι Ευρωπαίοι, βέβαια, δείχνουν να προτιμούν - και δικαιολογημένα - την ασφάλεια των καταθέσεων. Γιατί έχουν πρόσφατα περάσει πολλαπλές και διαδοχικές κρίσεις. Από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, έως την πανδημία και την ενεργειακή και στη συνέχεια πληθωριστική κρίση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η παραδοσιακή αντίδραση της Γερμανίας σε θέματα που σχετίζονται με την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων. Η ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, βέβαια, και η επιτυχής προσέλκυση επενδύσεων θα περιορίσει τις την ανάγκη έκδοσης ευρωπαϊκού χρέους, κάτι που ικανοποιεί το Βερολίνο. 

Σύμφωνα με το think tank Bruegel, αν και είναι δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ, αξίζει η προσπάθεια για πολλούς λόγους: Πρώτον, διότι η οικονομική ανάλυση υποδηλώνει ότι τα συστήματα που βασίζονται αποκλειστικά στις τράπεζες είναι πιο ευαίσθητα σε κρίσεις και μπορούν να δώσουν λιγότερη ώθηση στην ανάπτυξη. Δεύτερον, αναλύσεις δείχνουν ότι η διασυνοριακή ενοποίηση κεφαλαιαγορών αποτελεί σημαντικό συμπλήρωμα στον διαμερισμό του δημοσιονομικού κινδύνου. Τρίτον, μετά την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε., η οποία ήταν το βασικό χρηματοοικονομικό κέντρο, καθίσταται ακόμη πιο σημαντική η υλοποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.

Στον αντίποδα, υπάρχουν αναλύσεις που δείχνουν ότι ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών μπορούν να αντληθούν κεφάλαια που αντιστοιχούν στο 1/3 των αναγκών της ΕΕ για την πράσινη μετάβαση. Τέλος, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια όπως η εφαρμογή κοινών κανόνων λ.χ. σε ό,τι αφορά το πτωχευτικό δίκαιο, ενώ γενικότερα η Ευρώπη έχει δείξει ότι καταστρώνει πολλά φιλόδοξα σχέδια ενοποίησης αλλά υλοποιεί πολύ λιγότερα. 

Σε πρώτη φάση, λοιπόν, η Ευρώπη θα πρέπει να υπερπηδήσει τα εμπόδια που πολλές φορές θέτουν οι ίδιοι οι κανόνες της Ε.Ε., και να κινηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά με στόχο την υλοποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Αμέσως μετά, θα πρέπει να δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο που θα πείθει τους Ευρωπαίους να επενδύσουν μέρος των χρημάτων που έχουν στην άκρη και αυτή θα είναι σίγουρα η πιο δύσκολη αποστολή.