Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μακρύς θεωρείται ακόμη ο δρόμος για να... πείσει η κυβέρνηση την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμπεριλάβει τους ελληνικούς τίτλους στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE), υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα κλείσει μέσα στο επόμενο διάστημα η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος.
Οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για τις τράπεζες, καθώς εδώ και αρκετό καιρό η ΕΚΤ εμφανίζεται έτοιμη να επαναφέρει το waiver, την εξαίρεση δηλαδή για την αποδοχή των ελληνικών τίτλων ως ενέχυρα στις πράξεις αναχρηματοδότησης. Μάλιστα, αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας έχουν δηλώσει ότι η επαναφορά του waiver αποτελεί άμεσο επακόλουθο της επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, η οποία δεν συνοδεύεται από... αστερίσκους.
Αστερίσκοι, ωστόσο, θα συνοδεύουν τη «σχέση» του ελληνικού δημοσίου με την ΕΚΤ, σε ότι αφορά την επιλεξιμότητα των κρατικών ομολόγων για τις μηνιαίες αγορές ύψους 80 δισ. ευρώ μέσω του QE.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών και με δεδομένο το προηγούμενο της Κύπρου, η ένταξη της Ελλάδας στο QE θα μπορούσε να αποφασιστεί σε διάστημα δύο μηνών από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σε χθεσινή της έκθεση, η Morgan Stanley αναφέρει ότι στην περίπτωση που η ΕΚΤ εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οι μηνιαίες αγορές ομολόγων – με βάση την ονομαστική αξία – θα διαμορφωθούν περί τα 1,25 δισ. ευρώ.
Παρ'' όλα αυτά, θεωρείται σίγουρο πως η ΕΚΤ θα περιμένει την εξέλιξη των συζητήσεων που ενδέχεται να ξεκινήσουν για την ελάφρυνση του χρέους. Στην περίπτωση που αποφασιστεί κάποιας μορφής αναδιάρθρωση τότε θα αρχίσει να εξετάζει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση, εκτός αν υπάρξει μία ακόμη «εξαίρεση». Κατά συνέπεια, το «πράσινο φως» για το QE δεν αποκλείεται να μετατεθεί χρονικά.
Σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η ΕΚΤ συνηθίζει να δίνει έμφαση στον παράγοντα της «ισχυρής ιδιοκτησίας» του προγράμματος, δεχόμενη τους τίτλους της χώρας που βρίσκεται σε πρόγραμμα προσωρινά και μέχρι την επόμενη αξιολόγηση από τους Θεσμούς. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων που έχουν σημειωθεί, το ελληνικό δημόσιο θα παραμείνει υπό στενή παρακολούθηση, ενώ η ΕΚΤ θα αγοράζει ελληνικά ομόλογα όσο κρίνεται ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει πιστά το πρόγραμμα.
Το μαρτύριο, δηλαδή, της σταγόνας θα συνεχιστεί ενώ θα έχουν εφαρμοστεί πολύ σκληρά για την πραγματική οικονομία μέτρα. Όσο «θολό» και αν μοιάζει το εν λόγω σκηνικό, οι αναλυτές της Morgan Stanley επισημαίνουν - αν και βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο - ότι η διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από εναλλαγές φάσεων κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης της έντασης.
Από τι κρίνονται οι αγορές ελληνικών ομολόγων
Το ακριβές ύψος των ελληνικών ομολόγων που θα αγοράζει σε μηνιαία βάση η ΕΚΤ μέσω του QE εξαρτάται από το χρονικό σημείο που θα γίνουν επιλέξιμοι οι τίτλοι, καθώς βάσει των όρων του προγράμματος η κεντρική τράπεζα αγοράζει έως το 33% των εκδόσεων. Όμως η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες κατέχουν ήδη ελληνικά ομόλογα στους ισολογισμούς τους.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ΕΚΤ κατέχει το 26,9% των εν δυνάμει επιλέξιμων ελληνικών κρατικών ομολόγων, με αποτέλεσμα να απομένουν περί τα 2,9 δισ. ευρώ ονομαστικής αξίας. Το ποσό αυτό ενδέχεται να μεταβληθεί ανάλογα με τις ωριμάνσεις των τίτλων στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ.
Για παράδειγμα, αν η Ελλάδα συμπεριληφθεί στο QE την 1η Οκτωβρίου του 2016, η ονομαστική αξία των ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ αυξάνεται από τα 2,9 δισ. ευρώ στα 4,2 δισ. ευρώ, λόγω της βραχυπρόθεσμης διάρκειας αρκετών τίτλων που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ και μέχρι τότε θα έχουν λήξει.
Το τελικό ποσό των μηνιαίων αγορών της ΕΚΤ τοποθετείται στα 1,25 δισ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό μέσο όρο του προγράμματος που εκτιμάται στα 62 δισ. ευρώ και τον συντελεστή 2,03% για την Ελλάδα.
Αύξηση 5% στις καταθέσεις το 2017 και 2018
Οι ελληνικές τράπεζες προσπαθούν να κλείσουν το κενό ρευστότητας που προκύπτει από τη φυγή των καταθέσεων μέσω της χρηματοδότησης από το ευρωσύστημα και με την επαναφορά του waiver αναμένεται να περιορίσουν σημαντικά την εξάρτησή τους από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας της ΤτΕ (ELA). Η υφιστάμενη κατάσταση αναμένεται να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι προβλέψεις κάνουν λόγο για επιστροφή καταθέσεων της τάξης των 14 -18 δισ. ευρώ μέχρι το 2018.
Με δεδομένο ότι θα κλείσει η αξιολόγηση, ελληνική οικονομία θα κάνει τους επόμενους μήνες τα πρώτα της βήματα προς την σταθεροποίηση και την ανάπτυξη. Αυτό εκτιμούν οι αναλυτές της Morgan Stanley προβλέποντας ότι οι καταθέσεις θα αυξηθούν κατά 5% σε ετήσια βάση το 2017 και το 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν στα 121,469 δισ. ευρώ το μήνα Μάρτιο, ενώ ο στόχος της επιστροφής περίπου 8 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Όμως με την σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης η Morgan Stanley αναμένει κάποιες εισροές καταθέσεων στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, με τις συνθήκες να εξομαλύνονται μετά το 2016 όταν τοποθετείται και η άρση των capital controls.