Σήμερα πλέον υπάρχει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ οικονομικών συμφερόντων και γεωπολιτικών στρατηγικών που πολλά έθνη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, πρέπει να πλοηγηθούν στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Όπως δείχνει το ταξίδι του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στην Κίνα, η εξισορρόπηση αυτών των συχνά αντικρουόμενων δυναμικών είναι μια κρίσιμη, και προκλητική, πτυχή των σύγχρονων διεθνών σχέσεων καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παρακάτω παράγοντες:
Α) Οικονομική αλληλεξάρτηση: Οι οικονομικοί δεσμοί της Γερμανίας με την Κίνα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της οικονομίας της. Η Κίνα δεν είναι μόνο μια σημαντική αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές, αλλά και ένας σημαντικός προμηθευτής αγαθών και εξαρτημάτων που είναι απαραίτητα για τις γερμανικές βιομηχανίες. Η διμερής εμπορική σχέση αποτιμήθηκε σε περίπου 245 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021, καθιστώντας την Κίνα τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας. Αυτή η οικονομική αλληλεξάρτηση είναι ζωτικής σημασίας για την προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία της Γερμανίας, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις παγκόσμιες αγορές για τη διατήρηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Β) Γεωπολιτικές εντάσεις: Αντιστρόφως, οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις παρουσιάζουν ένα διαφορετικό σύνολο προκλήσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Γερμανία είναι ηγετικό μέλος, έχει εκφράσει ανησυχίες για αρκετές από τις πρακτικές της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγικών πολιτικών της και της αντιληπτής έλλειψης αμοιβαιότητας στην πρόσβαση στην αγορά. Επιπλέον, η υποστήριξη της Κίνας προς τη Ρωσία εν μέσω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία έχει περιπλέξει περαιτέρω τις σχέσεις, καθώς η ΕΕ επιδιώκει να υιοθετήσει μια ενιαία και σταθερή στάση κατά της ρωσικής επιθετικότητας.
Γ) Πράξεις εξισορρόπησης: Η επίσκεψη του καγκελαρίου Σολτς στην Κίνα ήταν μια στρατηγική κίνηση με στόχο την πλοήγηση σε αυτές τις περίπλοκες δυναμικές. Υποστηρίζοντας ισχυρότερους επιχειρηματικούς δεσμούς, εκφράζοντας παράλληλα τις γεωπολιτικές ανησυχίες της Ευρώπης, ο Σολτς προσπάθησε να εμπλέξει εποικοδομητικά την Κίνα. Ο στόχος δεν ήταν μόνο να εξασφαλιστούν οικονομικά οφέλη, αλλά και να επηρεαστεί η διεθνής συμπεριφορά της Κίνας αξιοποιώντας την οικονομική σημασία της Γερμανίας για την Κίνα.
Δ) Ευρύτερες επιπτώσεις: Η απροθυμία της Γερμανίας, και κατ' επέκταση άλλων συμμάχων των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, να υιοθετήσουν μια σκληρή στάση εναντίον της Κίνας παρά τις σημαντικές γεωπολιτικές αποκλίσεις υπογραμμίζει την επίδραση των οικονομικών παραγόντων στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Αυτές οι χώρες βρίσκονται σε μια λεπτή θέση όπου πρέπει να εξισορροπήσουν τα οικονομικά οφέλη με την ανάγκη να τηρήσουν τους διεθνείς κανόνες και να ευθυγραμμιστούν με τις γεωπολιτικές συμμαχίες τους.
Ε) Στρατηγικοί προβληματισμοί: Προχωρώντας προς τα εμπρός, η Γερμανία και παρόμοια έθνη πιθανότατα θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τέτοια διλήμματα. Το κλειδί θα είναι η χάραξη εξωτερικών πολιτικών που εξισορροπούν αποτελεσματικά αυτά τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη διαφοροποίηση των οικονομικών εταιρικών σχέσεων για τη μείωση της εξάρτησης από μία μόνο χώρα, την ενίσχυση της διπλωματικής δέσμευσης για την αντιμετώπιση επίμαχων ζητημάτων και την ενίσχυση των συμμαχιών για τον μετριασμό των κινδύνων που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις.
Το ταξίδι του καγκελαρίου Σολτς στην Κίνα είναι ένα ζωντανό παράδειγμα της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ οικονομικών δεσμών και γεωπολιτικών εντάσεων στις οποίες πλοηγούνται τα σύγχρονα κράτη. Καθώς τα έθνη διασυνδέονται όλο και περισσότερο οικονομικά, η πρόκληση έγκειται στη διαχείριση αυτών των σχέσεων με τρόπο που υποστηρίζει τόσο την οικονομική ευημερία όσο και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Αυτή η πράξη εξισορρόπησης είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για τα εθνικά συμφέροντα αλλά και για τη διατήρηση της ευρύτερης παγκόσμιας τάξης.
Η Κίνα το 2022 είχε εμπορικό πλεόνασμα 840 δισ. δολάρια, Σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος περισσότερων από 120 χωρών, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων των ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας και ΕΕ. Πολλές χώρες, όπως ΗΠΑ, Ε.Ε., Καναδάς, Αυστραλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, κλπ, υιοθετούν νέες βιομηχανικές πολιτικές για να προφυλαχθούν από τα τρωτά σημεία της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού και των ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια.
Αυτό αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στις οικονομικές στρατηγικές των μεγάλων παγκόσμιων οικονομιών και όπως επισημάνθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με τον τριπλασιασμό των βιομηχανικών πολιτικών από το 2019, φαίνεται πώς τα έθνη δίνουν όλο και μεγαλύτερη προτεραιότητα στη στρατηγική αυτονομία και ανθεκτικότητα στον οικονομικό σχεδιασμό τους.
Κινητήριες δυνάμεις της στροφής προς νέες βιομηχανικές πολιτικές ανάπτυξης είναι:
1. Η ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας: Η πανδημία COVID-19 αποκάλυψε την ευθραυστότητα των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, ιδίως σε βασικούς τομείς όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα, οι ημιαγωγοί και η ενέργεια. Η διαταραχή που προκαλείται από την εξάρτηση από λίγες πηγές ή γεωγραφικές συγκεντρώσεις οδήγησε τις χώρες να επανεξετάσουν τις δομές της αλυσίδας εφοδιασμού τους. Αυτό είναι εμφανές στις προσπάθειες προώθησης των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και μείωσης της εξάρτησης από δυνητικά αναξιόπιστους ξένους προμηθευτές. Για παράδειγμα εισαγωγές των ΗΠΑ το 2023 από το Μεξικό, ξεπέρασαν την Κίνα.
2. Οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια: Η οικονομική ασφάλεια έχει γίνει συνώνυμη με την εθνική ασφάλεια, ιδίως στους τομείς της τεχνολογίας και των υποδομών. Οι ανησυχίες σχετικά με τον ξένο έλεγχο ζωτικών εξαρτημάτων, όπως οι ημιαγωγοί και οι σπάνιες γαίες, έχουν οδηγήσει χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες που είναι κρίσιμες για την εθνική άμυνα και ασφάλεια.
Οι ημιαγωγοί υψηλής τεχνολογίας αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για την ανάπτυξη προηγμένων τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα smartphones και τα αμυντικά συστήματα. Εντούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό κενό στην παραγωγή αυτών των κρίσιμων στοιχείων, καθώς σχεδόν δεν παράγουν καθόλου τσιπ ημιαγωγών αιχμής στο έδαφός τους. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε πρόσφατα την παροχή επιδοτήσεων ύψους 6,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην ταϊβανέζικη εταιρεία TSMC και 6,4 δισεκατομμύρια δολάρια στη νοτιοκορεατική Samsung.
Αυτά τα κεφάλαια θα αξιοποιηθούν για την κατασκευή και επέκταση εγκαταστάσεων στην Αριζόνα και το Τέξας, με στόχο την παραγωγή ημιαγωγών αιχμής. Η σημασία αυτής της κίνησης είναι τεράστια, καθώς περισσότερο από το 90% των πλέον προηγμένων ημιαγωγών παράγονται σήμερα στην Ταϊβάν, η οποία αποτελεί κύριο γεωπολιτικό σημείο ανάφλεξης. Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής στις ΗΠΑ δεν μειώνει μόνο την εξάρτηση από ξένες πηγές, αλλά επίσης βελτιώνει την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανεξαρτησία, παρέχοντας παράλληλα έναν στρατηγικό πλεονέκτημα σε έναν κόσμο όπου οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι γεωπολιτικές αναταράξεις διαμορφώνουν τη νέα διεθνή τάξη
3. ο Μετριασμός της κλιματικής αλλαγής: Παράλληλα με τις ανησυχίες για την οικονομία και την ασφάλεια, η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής διαμορφώνει επίσης τις βιομηχανικές πολιτικές. Οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν μέτρα για την ενίσχυση των πράσινων τεχνολογιών και των τομέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αναγνωρίζοντας ότι η επίτευξη των στόχων ουδετερότητας άνθρακα απαιτεί σημαντικές εγχώριες δυνατότητες σε αυτές τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας.
Περισσότερες από 2.500 βιομηχανικές πολιτικές εισήχθησαν παγκοσμίως το 2023, περίπου τριπλάσιος αριθμός από το 2019. Παρά την αναβίωσή τους, οι βιομηχανικές πολιτικές παραμένουν αμφιλεγόμενες μεταξύ των οικονομολόγων. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι τέτοιες πολιτικές μπορούν να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα, κακή κατανομή πόρων και αυξημένη διαφθορά λόγω κυβερνητικής παρέμβασης στις αγορές.
Ανησυχούν επίσης για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων και του προστατευτισμού, καθώς οι χώρες ενδέχεται να χρησιμοποιούν τη βιομηχανική πολιτική για να ευνοούν αθέμιτα τις εγχώριες εταιρείες έναντι των ξένων ανταγωνιστών. Οι υποστηρικτές, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν ότι οι προσεκτικά σχεδιασμένες βιομηχανικές πολιτικές μπορούν να διορθώσουν τις αποτυχίες της αγοράς, να στηρίξουν τις αναδυόμενες βιομηχανίες και να εξασφαλίσουν οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Προτείνουν ότι οι στρατηγικές κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι απαραίτητες για την καλλιέργεια βιομηχανιών που είναι ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανθεκτικότητα.
Η εφαρμογή νέων βιομηχανικών πολιτικών από τις μεγάλες οικονομίες δεν αποτελεί μόνο οικονομική επιλογή αλλά και γεωπολιτική στρατηγική. Καθώς οι εντάσεις αυξάνονται, ιδιαίτερα μεταξύ των δυτικών χωρών και της Κίνας, το γεωπολιτικό τοπίο επηρεάζεται όλο και περισσότερο από οικονομικά μέτρα. Η βιομηχανική πολιτική γίνεται εργαλείο για τη διεκδίκηση της τεχνολογικής και οικονομικής κυριαρχίας, με πιθανές επιπτώσεις για την παγκόσμια κυριαρχία.
Όσον αφορά το μέλλον, η πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής θα είναι να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν βιομηχανικές πολιτικές που εξισορροπούν την ανάγκη για οικονομική ανθεκτικότητα και ασφάλεια με τους κινδύνους προστατευτισμού και στρέβλωσης της αγοράς.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι Οικονομολόγος Αναπλ. Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο ανάλυσης δεδομένων και πρόβλεψης.