Το νέο εργαλείο που επεξεργάζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να συγκρατήσει την άνοδο των αποδόσεων σε χώρες της νότιας περιφέρειας της ευρωζώνης δεν πρέπει να εμπλακεί στην προσπάθεια της να ελέγξει τον πληθωρισμό, δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Luis de Guindos την Τετάρτη.
Στην έκτακτη συνεδρίαση της ΕΚΤ αποφασίστηκε ότι οι επανεπενδύσεις ομολόγων που λήγουν στο χαρτοφυλάκιο της θα κατευθυνθούν στις χώρες αυτές, ώστε να συγκρατηθούν οι αποκλίσεις στα κόστη δανεισμού. Η υλοποίηση του σχεδίου της ΕΚΤ με τη βοήθεια ενός νέου μηχανισμού για να αποφευχθεί ο λεγόμενος κατακερματισμός της νομισματικής της πολιτικής, θα επιτρέψει στην πολιτική της ΕΚΤ να δράσει αποτελεσματικά στη μείωση του πληθωρισμού προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% που έχει ορίσει ως συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών.
«Τα εργαλεία για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής που είναι εστιασμένη στην καταπολέμηση του πληθωρισμού», δήλωσε ο de Guindos με την ΕΚΤ να ετοιμάζεται για αυξήσεις επιτοκίων για να ελέγξει τον πληθωρισμό της ευρωζώνης που έγραψε 8,1% τον Μάιο.
Οι προϋποθέσεις για το νέο εργαλείο δεν συζητήθηκαν στο πρόσφατο Eurogroup των υπουργών Οικονομικών την προηγούμενη εβδομάδα. Ωστόσο, η δέσμευση της ΕΚΤ έγινε ήδη αισθητή στις αγορές ομολόγων με τα spread να συρρικνώνονται. Η διαφορά απόδοσης ανάμεσα στα 10ετη ισπανικά ομόλογα με τα αντίστοιχα γερμανικά υποχώρησε προς τις 110 μονάδες βάσης από τις 140 μβ πριν την απόφαση της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, ο νέος μηχανισμός θα διαφέρει από προηγούμενα εργαλεία όπως το έκτακτο πρόγραμμα ΡΕΡΡ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ΑΡΡ (Asset Purchase Programme) και το πρόγραμμα ΟΜΤ (Outright Monetary Transaction) που λάνσαρε η ΕΚΤ μετά το καλοκαίρι του 2012.
Η κατάσταση σήμερα είναι αρκετά διαφορετική και τα πριμ για τη διακράτηση ομολόγων του Νότου δεν είναι συγκρίσιμα. Στην κορύφωση της κρίσης χρέους τον Ιούλιο του 2012 το πριμ ρίσκου των ισπανικών ομολόγων είχε αυξηθεί πάνω από τις 600 μονάδες βάσης.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι αγορές υπεραντιδρούν και ανεβάζουν τα spread σε παράλογα επίπεδα δήλωσε ο de Guindos.
Ένας άλλος αξιωματούχος της ΕΚΤ, ο γνωστός στην Ελλάδα από την περίοδο της κρίσης χρέους Olli Rehn, είναι της άποψης ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να θέσει όρια στην άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων των χωρών της ευρωζώνης με υψηλό φορτίο χρέους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να λύσει τα προβλήματα χρέους τους ή να επιτρέψει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι προϋπολογισμοί να επηρεάζουν τη νομισματική πολιτική.
Η δράση της ΕΚΤ θα προσπαθήσει να προλάβει αδικαιολόγητες κινήσεις στις αγορές ομολόγων, αλλά δεν θα βοηθήσει τις χώρες στην περίπτωση που αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα χρέους, δήλωσε ο Rehn, επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Φινλανδίας. Η βοήθεια σε συγκεκριμένα μέλη της ευρωζώνης σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μεταδίδεται σε όλες τις γωνιές της ευρωζώνης και ότι ο πληθωρισμός θα ελεγχθεί, αλλά τίποτα παραπάνω.
Το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί αισθητά ανά τον κόσμο φέτος καθώς η έξαρση του πληθωρισμού αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να ανεβάζουν τα παρεμβατικά επιτόκια. Η Ιταλία με δημόσιο χρέος γύρω στο 150% του ΑΕΠ θεωρείται από τις πλέον ευάλωτες οικονομίες του ευρώ και η ΕΚΤ αναγκάστηκε να παρέμβει όταν το κόστος δανεισμού της στα 10ετη ομόλογα ξεπέρασε τις 250 μονάδες βάσης σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά.
Σύμφωνα με έκθεση της S&P Global, η Ιταλία με το βαρύ φορτίο χρέους θα αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο λογαριασμό εξυπηρέτησης του ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2012, χωρίς τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ουκρανία, Βραζιλία, Αίγυπτος, και Ουγγαρία είναι οι πιο ευάλωτες αναδυόμενες οικονομίες.
Η έκθεση της S&P Global εκτιμά ότι το κόστος δανεισμού μπορεί να αυξηθεί κατά 300 μονάδες βάσης την επόμενη τριετία. Ήδη το κόστος δανεισμού των πλούσιων χωρών με βάση τις αποδόσεις των ομολόγων τους έχει αυξηθεί πάνω από 200 μονάδες βάσης, η 2 ποσοστιαίες μονάδες, μέσα σε ένα χρόνο.
Μια άνοδος 300 μβ από τα τρέχοντα επίπεδα κατά μέσο όρο σημαίνει ότι θα αυξηθεί το κόστος των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1% του ΑΕΠ έως το 2025 από το μέσο κόστος του 2,2% του ΑΕΠ σήμερα.