Την ίδια ώρα που ελληνικές τράπεζες επιδίδονται σε ένα αγώνα δρόμου προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφάλαια τους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχωρά με μεθοδικές κινήσεις στην κεφαλαιακή ενίσχυση όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών προκειμένου να «περάσουν ανώδυνα» τον κάβο της πανδημίας.
Έτσι με μια τελευταία κίνηση της, η ΕΚΤ απεφάσισε στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας να παρατείνει την ισχύ των έκτακτων μέτρων τα οποία αφορούν τους δείκτες μόχλευσης των τραπεζών, τα οποία έληγαν στο τέλος Ιουνίου, έως το Μάρτιο του 2022. Με την απόφαση της αυτή στην ουσία «πριμοδοτεί» τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που εποπτεύει με περίπου 70 δισ. ευρώ.
Η απόφαση προβλέπει ότι παρατείνεται η εξαίρεση από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης των τραπεζών (leverage ratio) οι καταθέσεις και γενικότερα η εξάρτηση των τραπεζών από την ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες εμφανίζονται ισχυρότερες και τους δίνεται εμμέσως η δυνατότητα να προχωρήσουν σε εκταμιεύσεις νέων δανείων για τη στήριξη της οικονομίας.
Το μέτρο αυτό είχε ληφθεί αρχικώς το Σεπτέμβριο του 2020, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πακέτου που είχε υιοθετήσει η ΕΚΤ μέσω του εποπτικού της βραχίονα του SSM, προκειμένου να στηριχθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και να ανταπεξέλθουν στις πρωτόγνωρες συνθήκες που προκάλεσε η κρίση της πανδημίας.
Έκτοτε η εξάρτηση και οι καταθέσεις των τραπεζών στην ΕΚΤ αυξήθηκαν σημαντικά, εξαιτίας του πλέον προβεβλημένου μέτρου στήριξης μέσω της αγοράς ομολόγων, του γνωστού PEPP. Μέσω του προγράμματος αυτού η ΕΚΤ έχει αγοράσει από τις ελληνικές τράπεζες ομόλογα ονομαστικής αξίας 25,7 δισ. ευρώ, ενώ σε ολόκληρη την ευρωζώνη οι αγορές έχουν ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ.
Όλα αυτά τα κεφάλαια έχουν πιστωθεί στους λογαριασμούς των τραπεζών στην ΕΚΤ, και αν δεν εξαιρούνταν, θα οδηγούσαν σε μία υπέρμετρη αύξηση του δείκτη μόχλευσης τους.
Η απόφαση προβλέπει ότι από τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη δε θα υπολογίζεται η «εξάρτηση των τραπεζών» που προέκυψε μετά το τέλος του 2019, λίγο δηλαδή πριν ξεκινήσει η κρίση της πανδημίας.
Η παράμετρος αυτή ουδόλως μειώνει τη σπουδαιότητα του μέτρου, κυρίως για τις ελληνικές τράπεζες οι οποίες «ξαναμπήκαν» στο παιγνίδι μόνο μετά την έναρξη του προγράμματος πανδημίας PEPP, στο οποίο κατ΄εξαίρεση η ΕΚΤ συμπεριέλαβε τα ελληνικά ομόλογα.
Πλέον η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών μετά την εποπτική χαλάρωση της ΕΚΤ έχει φθάσει στο τέλος Μαΐου στα 44,5 δισ. ευρω. Πρόκειται για ρευστότητα που έχει διαθέσει η ΕΚΤ μέσω του επιδοτούμενου (προσφέρεται με αρνητικό επιτόκιο) προγράμματος LTRO. Στο πρόγραμμα αυτό οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται με εγγύηση τα ομόλογα τα οποία οι ίδιες αγοράζουν από τις δημοπρασίες που εχει πραγματοποιήσει το Δημόσιο από το 2019 έως σήμερα (περίπου 19 δισ. ευρώ).
Μήνυμα στήριξης από την ΕΚΤ
Πέραν της πρακτικής χρησιμότητά της, η τελευταία αυτή απόφαση της ΕΚΤ, ενέχει και μία συμβολική εξίσου σημαντική διάσταση. Καταδεικνύει τη βούληση της ΕΚΤ να συνεχίσει την πολιτική εκτάκτου ανάγκης σε όλα τα μέτωπα, τόσο στο εποπτικό όσο και σε αυτό της ρευστότητας, για αρκετό καιρό ακόμη.
Τουλάχιστον μέχρι να σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Την ίδια ώρα μάλιστα που σε άλλες Κεντρικές Τράπεζες (κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) έχει ήδη ξεκινήσει ο διάλογος για τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων της πανδημίας.
Ειδικότερα όσον αφορά στο μέτωπο των εποπτικών μέτρων νέο ορόσημο αποτελεί η επανεξέταση το Σεπτέμβριο της απαγόρευσης διανομής μερίσματος από τις τράπεζες. Το μέτρο για προφανείς λόγους δεν αφορά άμεσα τις ελληνικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση η άρση του μέτρου της απαγόρευσης το φθινόπωρο εκτιμάται ότι σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από τα αποτελέσματα των stress tests.