Νέο «παζάρι» κυβέρνησης-δανειστών με φόντο την... Τουρκία

Νέο «παζάρι» κυβέρνησης-δανειστών με φόντο την... Τουρκία

Του Βασίλη Γεώργα

Δεν ξέρουμε αν αποτελεί στρατηγικό στόχο του Μεγάρου Μαξίμου ή μεμονωμένες εισηγήσεις υπουργών και κορυφαίων στελεχών, αλλά αρκετοί στην κυβέρνηση οραματίζονται ότι μπορούν να προκαλέσουν ρήγμα στη «μνημονιακή συμμαχία» μεταξύ του ΔΝΤ και της Γερμανίας, και η Ελλάδα να αποκομίσει σημαντικά οφέλη ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης.

Αυτή την περίοδο, λένε, συμπέσουν ταυτόχρονα δύο μέτωπα: ένα με την Ουάσιγκτον για να απομονώσουν την πολιτική Σόϊμπλε που εμμένει στη δημοσιονομική λιτότητα και δεν συναινεί στο αίτημα για εκ των προτέρων μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% μετά το 2018 (και συνεπώς για μια βαθύτερη αναδιάρθρωση του χρέους), και άλλο ένα με τις Βρυξέλλες για να απομονώσουν το ΔΝΤ που εισηγείται σκληρά διαρθρωτικά μέτρα στην αγορά εργασίας, απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και «κώδικες Πινοσέτ» όπως γλαφυρά περιέγραψε ο υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος τις προτάσεις του Ταμείου. Παρά το γεγονός πως για πρώτη φορά διαφαίνονται κάποιες προϋποθέσεις η Ελλάδα να βρεθεί διαπραγματευτικά σε καλύτερη θέση από ό,τι στο παρελθόν για να διεκδικήσει όχι λιγότερο μνημόνιο αλλά περισσότερη οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη, είναι υπερβολικό να μιλά κανείς για «απομόνωση» της μιας ή της άλλης πλευράς και πολύ περισσότερο για να μην προχωρήσουν προειλημμένες αποφάσεις για τον συνδικαλιστικό νόμο και τις απεργίες, τις ομαδικές απολύσεις κ.α. Η φιλολογία αυτού του είδους και η προσπάθεια να ανακαλυφθούν «εχθροί» παραπέμπει περισσότερο στην ανάγκη να αποκρυβούν κυβερνητικές αδυναμίες και εσωτερικές κινήσεις υπονόμευσης, παρά υποδηλώνουν μια συνειδητή προσπάθεια να σκαρφαλώσουμε ταχύτερα το βουνό των υποχρεώσεων που ορθώνεται μέχρι τον Οκτώβριο.

Είναι ωστόσο προφανές πως δύο μήνες πριν τον θεωρητικό στόχο ολοκλήρωσης των προαπαιτούμενων της 1ης αξιολόγησης και ταυτόχρονα της έναρξης των διαπραγματεύσεων για την 2η αξιολόγηση,  η κυβέρνηση θέλγεται από τις πιεστικές για όλους διεθνείς εξελίξεις που πυροδοτεί το Brexit, η αναταραχή στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα και κυρίως  οι εξελίξεις στην Τουρκία -που εκτιμάται ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική αναβάθμιση της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας- και κρίνει ότι υπάρχουν περιθώρια όχι μόνο για ανέξοδο ανταρτοπόλεμο αλλά και για συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά κέρδη από τη νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές.

Η πρόταση της κυβέρνησης να ανταλλάξει μια συμφωνία μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, με την άμεση υλοποίηση των συμπεφωνημένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο Δημόσιο (κόψιμο ειδικών μισθολογίων, αλλαγές στα μισθολογικά κλιμάκια κλπ) φαίνεται πως εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο της προσπάθειας «διεμβολισμού» των πιστωτών, και αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ένα νέο μεγάλο παζάρι με όλες τις πλευρές.

Η παραπάνω πρόταση φαίνεται να συνεπικουρείται από την αμερικανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ τη γλώσσα του οποίου μίλησε ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιού κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, συνδέοντας εμμέσως την ανάγκη οικονομικής σταθεροποίησης της Ελλάδας μέσω της ελάφρυνσης του χρέους, με τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή. Πλην, όμως, το κλειδί είναι στα χέρια της Ευρωζώνης και ειδικότερα της Γερμανίας η οποία είναι και εκείνη που θα κληθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιλογή μιας «παραδειγματικά σκληρής» δημοσιονομικής πολιτικής στον απόηχο του Brexit, και παράλληλα στην ανάγκη χαλάρωσης κάποιων κανόνων στον ευρωπαϊκό Νότο λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην Ιταλία και τους κινδύνους αποσταθεροποίησης που απορρέουν από την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Τουρκία.

Στην πραγματικότητα και παρά τα επισήμως λεγόμενα, η ιδέα της μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% όπως έχει προτείνει το ΔΝΤ ώστε το πρόγραμμα να «βγαίνει», έχει ωριμάσει και συζητείται ευρέως πλέον και στις Βρυξέλλες σε βαθμό που να θεωρείται βέβαιο ότι αν πρόκειται τελικά το ΔΝΤ να μετάσχει χρηματοδοτικά στο τρίτο μνημόνιο, το Βερολίνο θα κάνει ένα βήμα πίσω μέχρι το τέλος του έτους.

Μέχρι τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να παίξει «εκ του ασφαλούς» το παιχνίδι του δούναι και λαβείν, υποσχόμενη το αυτονόητο: ότι θα εφαρμόσει κατά γράμμα αυτό που προβλέπει το μνημόνιο για το Δημόσιο, όσο δύσκολες αποφάσεις κι αν πρέπει να πάρει.  Ήτοι να προχωρήσει σε μείωση ειδικών μισθολογίων, εναρμόνιση επιδομάτων, κινητικότητα, αλλαγές των μισθολογικών κλιμακίων κ.α, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι με τέτοιες κινήσεις σταθεροποίησης του κόστους στο Δημόσιο, θα μπορούσε να περιορίσει δραστικά και τις πιθανότητες μελλοντικής ενεργοποίησης του κόφτη δαπανών.

Το ερώτημα είναι, αν οι δανειστές δεν συμφωνήσουν τώρα στη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, θα μπορούσε η κυβέρνηση να τινάξει το μνημόνιο στον αέρα και να μην τηρήσει τις δεσμεύσεις της;