Αυστηροποιήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής με το νέο Ποινικό Κώδικα το οποίο για πρώτη φορά προβλέπει μεγάλες ποινές και για όσους προσφέρουν συνδρομή στην εξαπάτηση των φορολογικών αρχών, δηλαδή τους «άμεσους συνεργούς».
Οι πρόσφατες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, που επήλθαν με τον ν. 5090/2024, προβλέπουν αύξηση του ανώτατου ορίου χρονικής διάρκειας της κάθειρξης από 15 σε 20 έτη για κακουργήματα, γεγονός που συνεπάγεται ανάλογη προσαρμογή και στα κακουργήματα που σχετίζονται με τη διάπραξη φορολογικών παραβάσεων.
Προβλέπουν επίσης ότι, σε περιπτώσεις επιβολής ποινών φυλάκισης άνω των 3 ετών, δεν θα υπάρχει δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης του συνόλου της ποινής, αλλά είτε ολόκληρη η ποινή είτε ένα τμήμα της, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 6 μηνών, θα πρέπει να εκτίεται οπωσδήποτε στη φυλακή.
Ειδικότερα, στις εταιρείες, τις νέες αυστηρές ποινές αντιμετωπίζουν ως αυτουργοί οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές ή κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
Επίσης, ως άμεσοι συνεργοί στα αδικήματα φοροδιαφυγής αντιμετωπίζονται από τον νόμο και έχουν τις ίδιες ποινές, ο εν γνώσει υπογράφων ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος (π.χ. ο λογιστής), καθώς και όποιος με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εν γνώσει του συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των εγκλημάτων φοροδιαφυγής.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ ή ν. 4987/2022) και τις πρόσφατες τροποποιήσεις που έγιναν στον Ποινικό Κώδικα:
1. Ως αδικήματα «μεγάλης φοροδιαφυγής» -που επισύρουν εκτός από τα διοικητικά πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις- θεωρούνται τα ακόλουθα (άρθρο 66 του ΚΦΔ):
α) Η απόκρυψη φορολογητέας ύλης που έχει ως συνέπεια να μην καταβληθεί στο Δημόσιο ποσό φόρου άνω των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.
β) Η απόκρυψη φορολογητέας ύλης που έχει ως συνέπεια να μην αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό ΦΠΑ μεγαλύτερο των 50.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος.
γ) Η έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η έκδοση ή η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων.
2. Θα μπορεί να επιβάλλεται πλέον σε κατηγορούμενο για φοροδιαφυγή ποινή κάθειρξης από 5 έως και 20 έτη, αντί από 5 έως 15 έτη, αν το ποσό του φόρου που δεν κατέβαλε εξαιτίας της διαπραχθείσας φοροδιαφυγής υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 100.000 ευρώ, εφόσον αφορά ΦΠΑ, ή τις 150.000 ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
Σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που δεν καταβλήθηκε είναι μεταξύ 100.000 και 150.000 ευρώ ή, ειδικά στον ΦΠΑ, μεταξύ 50.000 και 100.000 ευρώ, θα εξακολουθεί να ισχύει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών.
3. Για όποιον εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και για όποιον αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, θα εξακολουθεί να ισχύει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών ή χρηματική ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 57 του Ποινικού Κώδικα.
Με βάση όμως την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 57, η χρηματική ποινή δεν θα μπορεί πλέον να είναι:
- κατώτερη από 300 ευρώ και ανώτερη από 40.000 ευρώ για πλημμελήματα,
- κατώτερη από 5.000 ευρώ και ανώτερη από 120.000 ευρώ για κακουργήματα.
4. Για όποιον εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, θα εξακολουθεί να ισχύει:
α) Φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους ή χρηματική ποινή η οποία όμως θα είναι αυξημένη, σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 57 του Π.Κ., εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και φθάνει μέχρι τις 200.000 ευρώ.
β) Φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους ή κάθειρξη έως 6 έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
Αν τα πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις της παραπάνω παραγράφου 1, ο δράστης θα τιμωρείται μόνο για τις πράξεις αυτές, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
5. Όλες οι παραπάνω κυρώσεις ισχύουν για τους αυτουργούς των αδικημάτων. Στα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες ως αυτουργοί θεωρούνται:
α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
β) Στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες οι ομόρρυθμοι εταίροι και οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
γ) Στις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και, όταν αυτοί ελλείπουν ή απουσιάζουν, οι εταίροι αυτών.
δ) Στους συνεταιρισμούς και ενώσεις αυτών, οι πρόεδροι, οι γραμματείς, οι ταμίες, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
ε) Στις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι εκπρόσωποί τους, με βάση την ιδιωτική βούληση ή τον νόμο ή δικαστική απόφαση, και αν ελλείπουν αυτοί, τα μέλη τους. Όταν στα μέλη αυτών περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί, εφαρμόζονται ανάλογα και οι λοιπές διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
στ) Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες που έχουν στην Ελλάδα.
ζ) Στα νομικά πρόσωπα εκτός των ανωτέρω, ως αυτουργοί θεωρούνται οι εκπρόσωποι αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
Αυτουργοί ή συμμέτοχοι των ανωτέρω εγκλημάτων θεωρούνται σε κάθε περίπτωση και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις παραπάνω ιδιότητες και θέσεις.
6. Ως άμεσοι συνεργοί στα παραπάνω αδικήματα θεωρούνται οεν γνώσει υπογράφων ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος, καθώς και όποιος με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εν γνώσει του συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων τιμωρείται ως άμεσος συνεργός (άρθρο 60 του ΚΦΔ). Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να τιμωρηθεί ως άμεσος συνεργός στα παραπάνω αδικήματα και ο λογιστής που συνεργάζεται με τον παραβάτη επιχειρηματία, εφόσον αποδειχθεί ότι όντως συνήργησε στη διάπραξη των αδικημάτων.
7. Στις περιπτώσεις που οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων διαπιστώνουν, κατόπιν διενέργειας φορολογικών ελέγχων, ότι δεν υποβλήθηκαν οι προβλεπόμενες φορολογικές δηλώσεις ή ότι υποβλήθηκαν ανακριβείς φορολογικές δηλώσεις και εξαιτίας αυτών των παραβάσεων, οι φόροι που δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο υπερβαίνουν σε ποσά τα όρια της παραγράφου 1, τα συνολικά ποσά φόρων, τόκων και προστίμων που καλούνται να πληρώσουν οι παραβάτες υπόχρεοι επιχειρηματίες ή ελεύθεροι επαγγελματίες είναι υπέρογκα.
Κι αυτό διότι, εκτός του ότι καλούνται να καταβάλουν τους διαφυγόντες φόρους προσαυξημένους με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής υπολογιζόμενους με ποσοστά 0,73% ανά μήνα εκπρόθεσμης καταβολής, τιμωρούνται επιπλέον και με τα ακόλουθα πρόστιμα (βάσει των άρθρων 58 και 58Α του ΚΦΔ):
α) Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, πρόστιμο ίσο με το 50% του φόρου που δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της μη υποβολής δήλωσης.
β) Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης, πρόστιμα κυμαινόμενα από 10% έως και 50% επί της διαφοράς μεταξύ του φόρου που προέκυψε από την υποβολή της δήλωσης και του φόρου που διαπιστώθηκε ότι δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης.
Ειδικότερα, τα πρόστιμα στην περίπτωση αυτή διαμορφώνονται ως εξής:
-10% επί του ποσού της διαφοράς, εάν η διαφορά αυτή ανέρχεται σε ποσοστό από 5% έως 20% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
– 25% επί του ποσού της διαφοράς, αν η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 20% και ανέρχεται έως και το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
– 50% επί του ποσού της διαφοράς, αν η διαφορά αυτή υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.
Ειδικά στον ΦΠΑ, το πρόστιμο σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης ανέρχεται σε 50% επί της διαφοράς μεταξύ του φόρου που προέκυψε από την υποβολή της δήλωσης και του φόρου που διαπιστώθηκε ότι δεν καταβλήθηκε εξαιτίας της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης.
8. Στις περιπτώσεις που διαπιστώνονται αδικήματα φοροδιαφυγής οφειλόμενα στην έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων ή στην έκδοση ή τη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων, και τα αδικήματα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί η καταβολή ποσών φόρων που υπερβαίνουν τα όρια της «μεγάλης φοροδιαφυφής» της παραπάνω παραγράφου 1, οι παραβάτες επιχειρηματίες επιβαρύνονται επίσης με υπέρογκα ποσά φόρων, τόκων και προστίμων.
Εκτός του ότι καλούνται να πληρώσουν τους διαφυγόντες φόρους προσαυξημένους με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής 0,73% ανά μήνα, θεωρείται ότι υπάγονται -κατά περίπτωση και με βάση τα πραγματικά περιστατικά- και στις διατάξεις για τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβών φορολογικών δηλώσεων. Ως εκ τούτου, επιβαρύνονται και με τα πρόστιμα των προηγούμενης παραγράφου 2, κατά περίπτωση.