Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Υπάρχει πολυτιμότερο «εμπόρευμα» -και μάλιστα κερδοσκοπικό - από τον χρυσό ή το πετρέλαιο; Αν λάβουμε υπόψη τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, σε συνδυασμό με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, τότε το νερό δεν είναι μόνο η σημαντικότερη πηγή ζωής, αλλά και ένα «επενδυτικό προϊόν», που αντιπροσωπεύει μία αγορά γιγαντιαίων διαστάσεων και τεράστιων προοπτικών.
Όσο δύσκολο και αν είναι να προβλέψει κάποιος την ταχύτητα και τη σφοδρότητα με την οποία θα επηρεάσει τον πλανήτη η κλιματική αλλαγή τα επόμενα χρόνια, είναι σίγουρο ότι θα μειωθούν οι διαθέσιμες πηγές πόσιμου νερού λόγω της αύξησης της ζήτησης από τον συνεχώς αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό.
Μπορεί να μη δούμε σύντομα σκηνές που θα θυμίζουν… Mad Max, όμως το σκηνικό που περιγράφει το Διακυβερνητικό Πάνελ του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή δεν απέχει και πολύ. Ακόμη και αν επιτευχθεί ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή, εκτιμάται ότι έως το 2100 περίπου 350 εκατ. άνθρωποι που σήμερα ζουν σε πόλεις θα βιώνουν ακραίες συνθήκες ξηρασίας.
Επομένως, αναμένεται να δημιουργηθούν σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης και νέες αγορές για εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το νερό, από φίλτρα και σωλήνες μέχρι αντλίες και άλλα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται σε έργα υποδομών, ακόμη και «έξυπνες» συσκευές ή εφαρμογές. Όπως οι εταιρείες Shayp, Leakbot και Wint.ai, οι οποίες αξιοποιούν τις δυνατότητες του IoT για να δώσουν τέλος στη διαρροή υδάτων σε σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και εργοστάσια, εξοικονομώντας χρήματα για τους πελάτες τους και πόρους για τον πλανήτη.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τους ειδικούς, μόνο στις ΗΠΑ «χάνονται» κάθε χρόνο περίπου 6 δισ. γαλόνια επεξεργασμένου νερού εξαιτίας των κακών υποδομών. Στην Ευρώπη εκτιμάται ότι το 20% των κτιρίων έχουν διαρροές που περνούν απαρατήρητες και αν το ποσοστό δεν σας λέει κάτι, είναι τεράστιο αν σκεφθούμε ότι σε λίγα χρόνια θα μειωθούν στο ελάχιστο οι καθαροί υδάτινοι πόροι.
Εταιρείες που καθαρίζουν και διανέμουν νερό δεν αποκλείεται στο μέλλον να αντικαταστήσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ η τεχνολογική επανάσταση που συντελείται αλλάζει εντελώς τον τρόπο διαχείρισης και χρήσης του νερού. Επιπροσθέτως, η ψηφιοποίηση στον κλάδο της ύδρευσης και άρδευσης προσφέρει μία ευρεία γκάμα επενδυτικών ευκαιριών.
Δεν είναι τυχαίο που η ταινία «Το μεγάλο σορτάρισμα», που μας δείχνει πώς ο Μάικλ Μπέρι είχε προβλέψει την κατάρρευση του συστήματος πολύ πριν από το 2008, κλείνει… προειδοποιώντας ότι στο μοναδικό εμπόρευμα που επενδύει σήμερα ο εκκεντρικός διαχειριστής κεφαλαίων είναι το νερό.
Οι επενδυτές μπορούν να επιλέξουν μεμονωμένες μετοχές εταιρειών, όπως μετοχές υδάτινων λυμάτων, μικρά και μεγαλύτερα ETFs, ενώ έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε εκτάσεις γης που έχουν πρόσβαση σε υδάτινους πόρους, ακόμη και σε δικαιώματα νερού, τίτλους δηλαδή που αντιστοιχούν σε τμήματα λιμνών, υπόγεια ύδατα και ποτάμια.
Το νερό, λοιπόν, αντιμετωπίζεται από την επενδυτική κοινότητα ολοένα περισσότερο ως ένα «εμπόρευμα», όπως είναι για παράδειγμα, το πετρέλαιο. Μόνο που χωρίς πετρέλαιο η ανθρωπότητα ζούσε χιλιάδες χρόνια, όμως χωρίς νερό δεν μπορεί να ζήσει ούτε στιγμή.
Δεν είναι «εύκολη» επένδυση
Το γεγονός ότι οι επιστήμονες προειδοποιούν πως θα πούμε το νερό… νεράκι δεν σημαίνει ότι όλες οι επενδύσεις θα έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις. Η αγορά του νερού είναι ήδη μεγάλη και αναμένεται να είναι πολύ μεγαλύτερη, πράγμα που σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός θα ενισχυθεί και η τεχνολογία θα παίξει τον δικό της ρόλο.
Ξεκινώντας από τις κτιριακές «απώλειες» και καταλήγοντας στη διανομή νερού θα χρειαστούν στο μέλλον εκτεταμένες έρευνες και μελέτες για μια σειρά παραγόντων. Για παράδειγμα, η επένδυση σε δικαιώματα νερού σε μία λίμνη κοντά σε εργοστασιακές εγκαταστάσεις που σήμερα χρειάζονται το νερό όσο τίποτε άλλο είναι επικερδής, όμως στο άμεσο μέλλον μπορεί να χαθεί εντελώς, καθώς η τεχνολογία αλλάζει τη χρήση του νερού.
Στη Wall Street υπάρχουν επιμέρους δείκτες που αποτελούνται από μετοχές που σχετίζονται με το νερό και στους τρεις βασικούς δείκτες, Dow Jones, S&P και Nasdaq.
Dow Jones U.S. Water Index: Ο δείκτης αφορά τις κορυφαίες εταιρείες του κλάδου που δραστηριοποιούνται στην αμερικανική American Water Works, Aqua America και California Water Services. Στους τελευταίους 12 μήνες ο δείκτης έχει σημειώσει κέρδη άνω του 5%.
S&P Global Water Index: Καλύπτει 50 εταιρείες από ολόκληρο τον κόσμο που σχετίζονται με την αγορά νερού. Με στόχο να προσφέρει διαφοροποιημένη έκθεση σε όλο το εύρος της παγκόσμιας αγοράς νερού, ο δείκτης χωρίζεται σε δύο υποκατηγορίες, τις εταιρείες κοινής ωφελείας και υποδομών και τις εταιρείες εξοπλισμού και υλικών. Στις κορυφαίες εταιρείες του δείκτη συγκαταλέγονται οι Xylem, Veolia Environment, Danaher και United Utilities Group. Σε επίπεδο 12μηνου ο δείκτης έχει υποχωρήσει σε ποσοστό 9%.
NASDAQ OMX Global Water Index: Δημιουργήθηκε το 2011 και αποτελείται από εταιρείες σε παγκόσμιο επίπεδο που δημιουργούν προϊόντα συντήρησης και καθαρισμού νερού για εργοστάσια, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στους προηγούμενους 12 μήνες ο δείκτης κατέγραψε πτώση της τάξης του 8%.
Το μεγαλύτερο Exchange Traded Fund στην αγορά νερού είναι το «Invesco Water Resources ETF» που ακολουθεί τον δείκτη Nasdaq OMX US Water Index, με κεφάλαια που φτάνουν τα 800 εκατ. δολάρια. Ακολουθεί το «Invesco S&P Global Water Index ETF» με κεφάλαια της τάξης των 530 εκατ. δολαρίων και το «First Trust ISE Water Index Fund», με κεφάλαια 300 εκατ. δολαρίων.
Ζοφερό μέλλον
Όλοι γνωρίζουν ότι η Γη καλύπτεται κατά 70% από νερό, όμως το 97% είναι αλμυρό, που σημαίνει ότι δεν είναι πόσιμο, ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καλλιέργειες ή στη βιομηχανία. Από το 3% των υδάτινων πόρων που αντιστοιχούν σε γλυκό νερό, μόλις το 1% είναι άμεσα διαθέσιμο για κατανάλωση.
Ήδη, πολλές περιοχές του κόσμου αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα και δεν είναι μόνο ορισμένες χώρες της Αφρικής, όπως πολλοί νομίζουν, που θα πρέπει να κινηθούν άμεσα για να περιορίσουν τον αντίκτυπο. Σύμφωνα με το National Geographic, περί το 1,8 δισ. άνθρωποι σε 30 χώρες θα ζουν σε συνθήκες λειψυδρίας έως το 2025, ενώ τα δύο τρίτα του πλανήτη θα αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Για παράδειγμα, η Κίνα, που είναι η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο αποτελώντας το 18,2% του παγκόσμιου πληθυσμού, εκτιμάται πως διαθέτει μόλις το 7% του γλυκού νερού του πλανήτη. Αναγκάζεται, λοιπόν, να αυξήσει στα 807 εκατομμύρια γαλόνια την ημέρα την ποσότητα νερού που προέρχεται από αφαλάτωση, τέσσερις φορές περισσότερο δηλαδή σε σύγκριση με πριν από 3 χρόνια.
Ο ΟΗΕ προειδοποιεί, μάλιστα, ότι έως το 2050 περίπου 6 δισ. άνθρωποι θα ζουν σε περιοχές που θα αντιμετωπίζουν λειψυδρία για τουλάχιστον έναν μήνα τον χρόνο, έναντι 3,6 δισ. ανθρώπων σήμερα.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 25 Ιανουαρίου