Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, που αποτελεί μία από τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις της αθηναϊκής σκηνής, συμβολίζει εν πολλοίς αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα. Ο «Βυσσινόκηπος» αφηγείται την ιστορία ενός κόσμου που χάνεται ανεπιστρεπτί. Είναι ένας αποχαιρετισμός σε μια εποχή που τελειώνει και δίνει τη θέση της σε κάτι το καινούργιο. Η ζωή αλλάζει, χωρίς να υπολογίζει τους ανθρώπους που βιώνουν την απώλεια. Και εκείνοι με τη σειρά τους αρνούνται να αποδεχθούν την αλλαγή και την πραγματικότητα, ζουν με τις μνήμες του παρελθόντος, κλείνοντας τα μάτια στο μέλλον που έρχεται ταχύτατα κατά πάνω τους και στις αναγκαιότητες που το συνοδεύουν.
Σήμερα η Ελλάδα είναι ένας σύγχρονος Βυσσινόκηπος. Όχι του 1904. Όχι του Τσέχοφ και όχι του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Ένας κήπος μέσα στον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, ακίνητοι εδώ και δεκαετίες, με τρόπο φοβικό απέναντι στις αλλαγές και τις εξελίξεις. Ένας κήπος, όπου κάτω από τη σκιά του μεγαλειώδους λεφτόδεντρου έχουν αναπτυχθεί πνιγηροί κισσοί. Ένας κισσός γεμάτος προστατευτισμούς, εμπόδια, συντεχνιακά συμφέροντα, κλειστές αγορές, γραφειοκρατική ασφυξία, διοικητική ακαμψία, φορολογικές επιδρομές και νομικό χάος.
Ένας κισσός ευνοιοκρατίας για τους λίγους, που έχουν πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας και στα συγκεντρωτικά κέντρα αποφάσεων. Ένας κισσός που στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, που αποτρέπει τη διείσδυση νέων δυνάμεων στην αγορά και που στηρίζεται σε κεντρικούς σχεδιασμούς, επιχορηγήσεις, αναδιανομές και επιλεκτικές προτεραιότητες. Ένας κισσός που δεν προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, που μέσω της αρνησιδικίας δεν προστατεύει τις επενδύσεις και στον οποίο οι πολιτικές αποφάσεις ανατρέπουν μέσα σε μια νύκτα επενδυτικά σχέδια και προοπτικές, αλλάζοντας διαρκώς τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ένας κισσός στον οποίο κυριαρχεί ο κρατισμός, για χάρη του οποίου οι κυβερνώντες απομυζούν φορολογικά τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα, συντηρώντας έτσι τις δαπάνες ενός αναποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού και τις διαδικασίες μιας κρατικά ελεγχόμενης επιδοματικής αναδιανομής των εισοδημάτων που παράγονται. Ένας κισσός στον οποίο η δημιουργία ευφάνταστων και πρωτότυπων εμποδίων κατά της επιχειρηματικότητας αποτελεί τη συνήθη πρακτική. Ένας κισσός στον οποίο η στρεβλότητα της εργατικής νομοθεσίας και οι παρεμβάσεις του κράτους στις σχέσεις της εργοδοσίας και των εργαζομένων αποδυναμώνουν τις επιχειρήσεις και τροφοδοτούν την ανεργία. Αυτός είναι ο Βυσσινόκηπος της Ελλάδας που έφτασε πλέον η στιγμή να τον αποχωριστούμε. Γιατί, αν δεν προλάβουμε, θα μετατραπεί σε παρανάλωμα του πυρός και θα καεί ολόκληρος. Και εμείς μαζί του.
Αυτόν τον κόσμο καλούμαστε να εγκαταλείψουμε και να ακολουθήσουμε έναν άλλον, συγκεκριμένο δρόμο που αποτελεί τη μόνη εναλλακτική για την επιβίωση της Ελλάδας. Αυτός ο δρόμος είναι ο μόνος που εγγυάται τον μέλλον των πολιτών σε αυτήν τη χώρα. Ο δρόμος της οικονομικής ελευθερίας.
Η οικονομική ελευθερία δεν είναι κάτι το αόριστο, κάτι το γενικό, κάτι το απροσδιόριστο, ένα απλό ιδεολόγημα. Είναι μια πραγματικότητα που μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον υιοθετηθούν οι ακόλουθες τέσσερις απλές και καθαρές αρχές.
Η πρώτη αρχή είναι η εφαρμογή του κράτους δικαίου
Η εφαρμογή του κράτους δικαίου περνάει μέσα από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, από την ανεξάρτητη και ταχεία απονομή δικαιοσύνης και από τη συρρίκνωση της διαφθοράς. Η οργάνωση της ζωής μας, ο σχεδιασμός του οικονομικού προγραμματισμού μας, η διάθεση για επενδύσεις, για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν έχει κανένα νόημα εφόσον δεν υπάρχουν κατοχυρωμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Μεγαλώνοντας με την προτροπή να σπουδάσουμε και να κάνουμε κάτι καλό και γόνιμο στη ζωή μας, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη σπουδαιότητα αυτών των δικαιωμάτων, ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ελευθερίας μας. Δικαιώματα ιδιοκτησίας που στηρίζουν και προστατεύουν, από την επιχειρηματικότητα μέχρι την αποταμίευση και από την απόκτηση ακινήτων έως την εξασφάλιση των απογόνων μας. Δικαιώματα διαυγή και κατοχυρωμένα από τη νομοθεσία, τα οποία να προστατεύονται μέσα από ένα αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Η ανεξαρτησία, η διαύγεια, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης είναι απαραίτητες για τη μακροχρόνια ελεύθερη οικονομική ανάπτυξη. Η διατήρηση της ασφάλειας, της ειρήνης και της κατοχύρωσης των ατομικών ελευθεριών χρειάζεται ένα σύστημα ταχείας και ανεξάρτητης δικαιοσύνης, ώστε να αποφεύγεται η ομηρεία των πολιτών από ένα αργό σύστημα απονομής δικαιοσύνης που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Η ισονομία και η νομική κατοχύρωση των συναλλαγών που έχουν συναφθεί ελεύθερα ανάμεσα σε πολίτες ή επιχειρήσεις, στο εμπόριο και στις επενδύσεις, είναι απαραίτητες για τη δημιουργία περιβάλλοντος ελευθερίας.
Η αξιοπιστία του οικονομικού συστήματος, της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και των εμπορικών συναλλαγών προϋποθέτει τη συρρίκνωση της διαφθοράς. Μιας διαφθοράς που δεν οφείλεται μόνο στα συμφέροντα ισχυρών κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αλλά και σε συμφέροντα ισχυρών κοινωνικών / συνδικαλιστικών ομάδων που επιβάλλουν με τον τρόπο τους την επικυριαρχία τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Διαφθορά δεν είναι μόνο η δωροδοκία, ο νεποτισμός και ο προστατευτισμός. Η διαφθορά που προκαλεί και υποθάλπει το κράτος με την παρέμβασή του στα οικονομικά δρώμενα μέσω των ρυθμίσεων, των διαδικασιών, των αδειοδοτήσεων, των ελέγχων και της γενικότερης γραφειοκρατίας είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που έχει να αντιμετωπίσει η οικονομική ελευθερία.
Η δεύτερη αρχή είναι μείωση του μεγέθους του κράτους
Το μέγεθος του κράτους και της κυβέρνησης έχει αντιστρόφως ανάλογη επίδραση στους δείκτες της οικονομικής ελευθερίας. Και αυτό όχι για κάποιες ιδεολογικές αρχές, αλλά γιατί το μέγεθος του κράτους από μόνο του καθορίζει τον βαθμό στον οποίο επιτρέπεται στους πολίτες και τους επιχειρηματίες να αποφασίζουν για το πώς θα χειριστούν τα εισοδήματα και τα περιουσιακά τους στοιχεία τους. Το κράτος με βασικό κριτήριο τις χρηματοδοτικές του ανάγκες και τις παρεμβάσεις του, που καθορίζονται από το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του, αποφασίζει για τα φορολογικά βάρη πάνω στα εισοδήματα και τις περιουσίες των πολιτών. Γίνεται με αυτόν τον τρόπο ο αόρατος συνέταιρος των επιχειρήσεων και το αόρατο οικογενειακό μέλος των επαγγελματιών και των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Οσο μεγαλύτερο είναι το φορολογικό βάρος στα εισοδήματα και την περιουσία, τόσο χαμηλότερη είναι η ανταμοιβή των πολιτών για τις προσπάθειες που καταβάλλουν στην επαγγελματική τους δραστηριότητα για να επιτύχουν το προσδοκώμενο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι υψηλοί φόροι στερούν εισόδημα από τους πολίτες, εισόδημα για το οποίο έχουν κοπιάσει. Το μέγεθος του κράτους καθορίζει ασφυκτικά τον τρόπο με τον οποίο ο πολίτης θα αποφασίσει τα της ζωής του. Οι φόροι εισοδήματος, οι φόροι περιουσίας, οι φόροι κατανάλωσης, οι φόροι προστιθέμενης αξίας, οι ειδικοί φόροι που βαφτίζονται ως έκτακτοι αποτελούν τροχοπέδη στις οικονομικές αποφάσεις των πολιτών και στον τρόπο της ζωής τους.
Το κράτος, στηριζόμενο στη φορολόγηση των πολιτών, προβαίνει στις δαπάνες που επιλέγει. Κάποιες δαπάνες αφορούν την εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής, ερευνητικών προγραμμάτων, κάποιες άλλες αφορούν κοινωνικές πολιτικές και την περίφημη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Οι υψηλές δημόσιες δαπάνες που οφείλονται στο μεγάλο κράτος και στις υπέρμετρες παρεμβάσεις του δεν οδηγούν μόνο σε υψηλότερη φορολογία. Οδηγούν και στη δημιουργία σύνθετων και μη αποτελεσματικών γραφειοκρατικών μηχανισμών, στηρίζουν δομές χαμηλής παραγωγικότητας και γεννούν κρατικά χρέη. Οι δαπάνες αυτές δημιουργούν στρεβλώσεις, αθέμιτους ανταγωνισμούς και λειτουργούν αποτρεπτικά απέναντι στην ελεύθερη οικονομία.
Η τρίτη αρχή είναι η αποτελεσματικότητα του κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου
Η επιχειρηματική ελευθερία προϋποθέτει το δικαίωμα της ίδρυσης και λειτουργίας μιας επιχείρησης, χωρίς την αναίτια παρέμβαση του κράτους. Οι περιττοί κανονισμοί, οι χρονοβόρες εγκρίσεις θέτουν υπέρμετρα εμπόδια στην ελεύθερη λειτουργία της επιχειρηματικότητας. Ως αποτέλεσμα έχουμε την αύξηση του κόστους, την αμφίβολη αύξηση της παραγωγικότητας και την αδυναμία στην πρόβλεψη της εξέλιξης των οικονομικών μεγεθών της επιχείρησης, όπως είναι οι αναγκαίες επενδύσεις και η κερδοφορία. Η διαδικασία απόκτησης της άδειας για την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και η διαδικασία της λύσης μιας εταιρείας είναι εξίσου σημαντικές.
Η ελευθερία στη σύναψη των εργασιακών σχέσεων είναι καταλυτικής υφής. Η δημιουργία ευκαιριών για όσους αναζητούν εργασία μαζί με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να καθορίζουν ελεύθερα τις εργασιακές σχέσεις με τους υπαλλήλους τους ενισχύει την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την απασχόληση. Είναι ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας η ελεύθερη συναλλαγή ανάμεσα σε δύο μέρη, τόσο στο εμπορικό κομμάτι όσο και στο εργασιακό. Η κρατική παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις με καθορισμό των μισθών, του τρόπου πρόσληψης, του ορίου απολύσεων, επιφέρει μακροπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα. Η πρόσκαιρη αίσθηση της υπεράσπισης των «δικαιωμάτων», αποδυναμώνει στην πορεία την επιχειρηματικότητα και επιβάλλει ανισορροπία και στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Η παρέμβαση στον ελεύθερο προσδιορισμό των τιμών, με αφανείς φόρους, με πολιτικές διατίμησης, με κρυφές ή φανερές επιδοτήσεις, προσφέρει στο κράτος μόνο πρόσκαιρους μηχανισμούς ελέγχου και δυνατότητες κατεύθυνσης της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Η τέταρτη αρχή είναι οι ανοικτές αγορές
Ανοικτές αγορές σημαίνουν ελεύθερο εμπόριο, επενδυτική ελευθερία και ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων. Ποιος δεν θυμάται την Ελλάδα πριν από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, με τους δασμούς, τις απαγορεύσεις, τους ελέγχους, τους προστατευτισμούς; Πολλοί θα θυμούνται ακόμα την απαγόρευση στις εισαγωγές της μπανάνας! Οι ανοικτές αγορές προϋποθέτουν το ελεύθερο εμπόριο, την κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών σε όλο τον κόσμο, όπου οι αγοραστές και οι πωλητές συναντώνται με κριτήριο το αμοιβαίο όφελος και μόνο. Ο προστατευτισμός και οι δασμοί μπορεί προσωρινά να φαίνεται πως υποστηρίζουν και θεραπεύουν κάποιες ενδογενείς επιχειρηματικές αδυναμίες, όμως σε βάθος χρόνου δημιουργούν παθογένειες, μη παραγωγικές πρακτικές και παρενέργειες, που οδηγούν σε στρεβλώσεις. Οι προστατευτισμοί ευνουχίζουν τις επιχειρήσεις καθώς αποτρέπουν τον εκσυγχρονισμό τους, οι δασμοί αποδυναμώνουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών καθώς επιβαρύνουν τις τιμές, αποτρέπουν τη εξάπλωση της τεχνολογίας και στερούν τη δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν να κινηθούν σε άλλες αγορές.
Ενα ανοικτό και ελεύθερο επενδυτικό περιβάλλον παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα προσέγγισης των ευκαιριών, τη μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και την προώθηση της έρευνας και της τεχνολογίας. Ταυτόχρονα παρέχει στους πολίτες τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις επαγγελματικές τους ικανότητες, να ακολουθήσουν τις καινοτομίες, να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό. Οι οικονομίες που προσφέρουν ελευθερία στις επενδύσεις, ουσιαστικά κτίζουν ελεύθερες κοινωνίες με ευκαιρίες και προοπτικές, με διαφάνεια και δημιουργικότητα.
Ας εγκαταλείψουμε τον Βυσσινόκηπο της Ελλάδας και ας προστρέξουμε στην Οικονομική Ελευθερία.