Κάθε πρωί, τα τελευταία επτά χρόνια, ένας 53χρονος Έλληνας ξυπνάει στο υποδειγματικά φιλήσυχο προάστιο του Αγίου Σουλπικίου, λίγο έξω από τη Λοζάνη. Αποσυνδέει το γκρίζο Tesla από την ειδική πρίζα που βρίσκεται στον κήπο και ξεκινάει για το ημερήσιο ταξίδι μέσα από την «καρτ-ποσταλική» ελβετική ύπαιθρο, με τα αυστηρά στοιχισμένα αμπέλια και τα εξαντλητικά καλοστημένα θερμοκήπια, προς το γραφείο του.
Ένα μικρό ταξίδι, αφού το γραφείο του βρίσκεται 70 χιλιόμετρα βόρεια, στη λίμνη Νοσατέλ. Χαρακτηριστική αντι-ελβετική λεπτομέρεια: στο «μάτι» της αυτόματης γκαραζόπορτας στο σπίτι, προκειμένου να μην κλείνει κάθε τόσο, είναι τοποθετημένος ένας άδειος πλαστικός κεσές ελληνικού γιαουρτιού…
Το γραφείο του Άγγελου Κολύρη στο υπερσύγχρονο γυάλινο κτίριο της Philip Morris International (PMI για τους φίλους) στο Νοσατέλ δεν θυμίζει σε τίποτα τους χώρους που έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε όταν σκεφτόμαστε τους όρους «πολυεθνική εταιρεία» και «αντιπρόεδρος». Γιατί ο επίσημος τίτλος του είναι αντιπρόεδρος και επικεφαλής της ομάδας ανάπτυξης νέων προϊόντων.
Και όταν λέμε ανάπτυξη νέων προϊόντων, καλό είναι να μπαίνει η διευκρίνιση «προϊόντων δυνητικά μειωμένου κινδύνου», όπως είναι η επίσημη ονομασία τους στην εταιρική αργκό. Πρόκειται για έναν όρο που συμπυκνώνει τον σχεδιασμό της κολοσσιαίας καπνοβιομηχανίας του πλανήτη, η οποία άρχισε να βλέπει ένα μέλλον χωρίς τσιγάρο, με προϊόντα λιγότερο βλαβερά για την υγεία του καπνιστή.
Με άλλα λόγια, μια καπνοβιομηχανία που στρέφεται εναντίον του εαυτού της; Όχι. Μάλλον μια καπνοβιομηχανία που επανεφευρίσκει τον εαυτό της για να προσαρμοστεί. Δηλαδή σε ένα κόσμο όπου ποτέ ξανά, κανένας καπνιστής δεν θα μπορεί να κάθεται στη ζέστη ενός μπαρ ή ενός εστιατορίου και να καπνίζει ταυτόχρονα.
Ε, εκείνη την εποχή, ο Αγγελος Κολύρης βρέθηκε στον κατάλληλο χώρο, την κατάλληλη στιγμή. Και με την κατάλληλη εταιρική κουλτούρα. Και να μη γνώριζε κανείς ότι ο 53χρονος Έλληνας βρίσκεται πίσω από το νέο αυτό «φετίχ» σε σχήμα κασετίνας, που τα τελευταία χρόνια άρχισε να εκτοπίζει με ραγδαίο ρυθμό τα παραδοσιακά πακέτα των τσιγάρων από τα τραπέζια στις καφετέριες και τα μπαρ της επικράτειας, με μια ματιά στον χώρο του θα το καταλάβαινε αμέσως. Πίσω από το γραφείο του, ένα αναλυτικό πλάνο με ημερομηνίες για τις δοκιμές, τις συσκέψεις, τα τεστ σε ειδικευμένα γκρουπ και τις ημερομηνίες λανσαρίσματος των επόμενων συσκευών.
Με άπειρες υπενθυμίσεις για meeting με τα αντίστοιχα τμήματα. Και στις επιφάνειες εκτεθειμένοι οι «πρόγονοι» του IQOS. Από το πρώτο πειραματικό στάδιο, τις πρώτες συσκευές δοκιμής -που καμία σχέση δεν έχουν με τη σημερινή μορφή, αφού θυμίζουν περισσότερο διαστημόπλοια φτιαγμένα με lego. Ακριβώς όπως κάποιος μπορεί να δει όλα τα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου, από τον πίθηκο μέχρι τον Homo erectus, στους πίνακες της βιολογίας.
Και φυσικά, μέσα στο γυάλινο κτίριο στο Νοσατέλ, που ονομάζεται και «κύβος» λόγω του σχήματος και φιλοξενεί μέσα του 450 επιστήμονες (επισήμως λέγεται ερευνητικό κέντρο) υπάρχουν ειδικοί χώροι για όποιον θέλει να καπνίσει ένα «κανονικό» τσιγάρο. Αν και ο όρος «κανονικό», ήδη για πολλούς έχει αντικατασταθεί από τη λέξη «πρωτόγονο».
Από την οδό Παπαστράτου στον Σουπλίκιο
Το πεντακάθαρο πολυεθνικό και υπερ-πολιτισμένο περιβάλλον του «κύβου» στο Νοσατέλ της Ελβετίας δεν έχει καμία σχέση με το κτίριο της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτος. Ενα εμβληματικό κτίριο του Πειραιά, ορόσημο της άνθησης μιας από τις πρώτες ελληνικές βιομηχανίες της χώρας. Με εργάτες ταυτισμένους με την εταιρεία Παπαστράτος, που περνούσαν εκεί ολόκληρη τη ζωή τους.
Με τη μυρωδιά του «μπασμά», της χαρακτηριστικής ελληνικής ποικιλίας καπνών, να έχει ποτίσει τους τοίχους, όπως πότιζε ο καπνός του άφιλτρου Άσσου τα ρούχα των πρωταγωνιστών στις παλιές ελληνικές ταινίες. Από αυτό το κτίριο ξεκίνησε την καριέρα του, το 1995, ο 29χρονος τότε Αγγελος Κολύρης.
Καπνιστής ο ίδιος από τα 15 του («100 δραχμές κόστιζαν τα τσιγάρα και 200 οι τσίχλες για να μη μας καταλάβουν οι γονείς μας!»), προσλαμβάνεται στον Παπαστράτο ως μαθητευόμενος αγοραστής καπνών. Το job description περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, 6μηνη παραμονή σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε ή η Βραζιλία. Τα επόμενα χρόνια μαθαίνει εκ των έσω τους όρους που γίνεται το παιχνίδι παγκοσμίως σε ένα από τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα όπως ο καπνός.
Ζει τις ετήσιες δημοπρασίες των «καπνάδων», μαθαίνει να ξεχωρίζει τις καλές ποικιλίες από τις δεύτερες, μαθαίνει να διαφυλάσσει τα εταιρικά μυστικά όταν τα βράδια όλοι οι αγοραστές των ανταγωνιστριών εταιρειών πίνουν στα µπαρ, εκπλήσσεται από τη γνωριμία του µε τις «αποικιοκρατικού τύπου» ελληνικές κοινότητες των περιοχών αυτών, που μοιάζουν να ζουν σε δικές τους απομονωμένες κάψουλες πολλές δεκαετίας πίσω, ζει την κρατικοποίηση που επέβαλε ο Μουγκάμπε στις φάρμες των καπνών, φρικάρει από τη φτώχεια στο Μαλάουι…
Και κυρίως μαθαίνει να φτιάχνει γρήγορα τη βαλίτσα του. Πράγμα που του χρησιμεύει μέχρι σήμερα. Και το 2003, ο Παπαστράτος εξαγοράζεται από τη PMI. Και μαζί έρχεται και η πρόταση για «μεταγραφή» στα κεντρικά της εταιρείας στη Λοζάνη. Βέβαια, το 2003, δεν υπήρχε ακόμα η έννοια του brain drain ούτε στην πιο τρελή φαντασία.
Τα στελέχη της εποχής εκείνης -µια εποχή όπου οι μισθοί ανέβαιναν ραγδαία µε κάθε «μετακίνηση» και οι γραμματείς άρχιζαν να ονομάζονται «executive personal assistants»- δεν έδειχναν πρόθυμα να εγκαταλείψουν το ελληνικό εργασιακό El Dorado που αναπτυσσόταν και τους freddo στον ήλιο κάτω από τα φαραωνικά κτίρια του Babis Vovos. Και όλα αυτά για την ανταγωνιστική ζωή ανάμεσα σε αγνώστους, στο εξωτερικό. Μέχρι και ο Γρηγόρης Γεωργάτος, εκείνη την εποχή, σπάει το συμβόλαιό του µε την Ίντερ για να γυρίσει πίσω από το Μιλάνο στο Πασαλιμάνι.
Οµως, ο 37χρονος, πλέον, Άγγελος Κολύρης ετοιμάζει τις βαλίτσες του για τη Λοζάνη. Παρά τους δισταγμούς του -και ήταν πολλοί- σκέφτεται ότι είναι καλύτερο να μετανιώσει για κάτι που έκανε, παρά να ζήσει µε το ερώτημα «τι θα συνέβαινε αν…». Αποχαιρετά το αγαπημένο του στέκι για θαλάσσιο σκι, όπου περνούσε τα Σαββατοκύριακά του, φορτώνει τη μικρή του οικοσκευή σε ένα κοντέινερ, κάνει όλες τις απαραίτητες διατυπώσεις και ένα πρωί προσγειώνεται στην ειδυλλιακή και ελαφρώς «αποστειρωμένη» για τα ελληνικά δεδομένα ελβετική πόλη των 150 χιλιάδων κατοίκων δίπλα στη λίμνη. Η οποία φιλοξενεί τα κεντρικά γραφεία μερικών από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη.
Όπου δεν σε ρωτάνε από πού κατάγεσαι, αλλά σε ποια εταιρεία δουλεύεις. Και αρχίζει να συναρμολογεί µόνος του τα έπιπλα ΙΚΕΑ στο νέο του σπίτι. Σε μια μεσοαστική γειτονιά. Όσο μεσοαστική μπορεί να χαρακτηριστεί μια γειτονιά στη Λοζάνη. Η πρώτη εντύπωση του νέου εκπατρισμένου στελέχους; Μα ότι υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό όριο για να βάζεις πλυντήριο. Από κάποια ώρα και μετά, απαγορεύεται, γιατί ενοχλούνται οι άλλοι ένοικοι!
Ένα αντικείμενο που θέλει να το βλέπεις σαν φίλο
Σύμφωνα µε τα κλισέ των success stories, κάποιος οφείλει να τα θυμάται όλα αυτά µε νοσταλγία. Ειδικά όταν στην πορεία έχει περάσει μερικά χρόνια στα γραφεία της εταιρείας στη Νέα Υόρκη, υπεύθυνος προϊόντων για τη Λατινική Αμερική και τον Καναδά («όλοι κυκλοφορούσαν µε ένα χάρτινο φλιτζάνι καφέ κολλημένο στο χέρι, σαν να εξαρτιόταν η ζωή τους από αυτό»). Όταν επίσης έχει περάσει µια περίοδο ως υπεύθυνος προϊόντων στη Νότια Ευρώπη µε έδρα στην Ελλάδα και εβδομαδιαίες μεταβάσεις στην Κωνσταντινούπολη. Και όταν πλέον έχει καταλήξει στο meeting room της κορυφής μιας εταιρείας του Forbes 500.
Οµως η νοσταλγία είναι μια πολυτέλεια όταν ζεις για χρόνια σε ένα διαρκές κυνηγητό, µε αδιάκοπα meetings, συντονίζοντας τόσους ειδικούς («από ειδικούς για την μπαταρία μέχρι κατασκευαστές θερμαινόμενων μερών»). Όταν επωμίζεσαι το μεγάλο στοίχημα της εταιρείας -συμμετέχοντας ανάμεσα σε άλλα σε έρευνες που θα αποδεικνύουν ότι το προϊόν σου κάνει μικρότερη ζημιά στον καπνιστή («τα προϊόντα µας δεν απευθύνονται σε καπνιστές που θέλουν να το κόψουν.
Αποτελούν μια καλύτερη επιλογή σε σύγκριση µε το τσιγάρο για όσους συνεχίζουν»). Δηλαδή, όταν έχεις συντονίσει τη δημιουργία ενός αντικειμένου που έχει αποφέρει πολλά κέρδη τα τελευταία χρόνια, δεν προλαβαίνεις να νοσταλγήσεις. Για την ακρίβεια, δεν σε παίρνει καν να χαλαρώσεις. ∆εν θυμάσαι καν πώς γίνονται όλα αυτά. Είσαι απασχολημένος µε το να δουλεύεις. Μέρα µε την ημέρα. ∆εν είναι ζήτημα προσώπων, έτσι είναι το DNA των πολυεθνικών εταιρειών σε αυτό το επίπεδο. Τυπικό παράδειγμα: όταν το IQOS έκανε το παγκόσμιο ντεμπούτο του στην Ιαπωνία, τους πανηγυρισμούς για την αναπάντεχη επιτυχία του διαδέχθηκε ένας πανικός:
Η ζήτηση αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη από τις προβλέψεις. Τα εσωτερικά memo υπερίπτανται πάνω από τα κεφάλια, αναζητώντας ευθύνες. Γιατί πάντα το ερώτημα δεν είναι «τι πετύχαμε», αλλά «τι παραπάνω θα μπορούσαµε να έχουμε πετύχει, αν…». Και, βέβαια, κάθε αίτηση για κυκλοφορία του IQOS σε μια χώρα συνοδεύεται από έναν εξωπραγματικών διαστάσεων φάκελο µε στοιχεία που πιστοποιούν ότι είναι κατάλληλο για την προστασία της δηµόσιας υγείας. Ειδικά ο φάκελος που υποβλήθηκε πριν από 2,5 χρόνια στον αμερικανικό οργανισμό φαρμάκων και τροφίμων αριθμεί γύρω στα 2 εκατομμύρια σελίδες.
Ανάμεσά τους και έρευνες που έχει κάνει η ίδια η εταιρεία - πολλές από αυτές μάλιστα ο Άγγελος Κολύρης τις έχει επιβλέψει ο ίδιος. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει µε απόλυτο τρόπο όσους τις αμφισβητούν. Και φυσικά είναι δεδομένη η καχυποψία. «∆εν είμαστε σε θέση να πειράξουµε κανένα στοιχείο από αυτές τις έρευνες», είναι η άμεση απάντηση. Που φαίνεται να την έχει δώσει πολλές φορές, γι’ αυτό και πλέον εκφράζεται µε µια στωικότητα - του τύπου «ξέρω πως ό,τι και να σου πω, δεν πρόκειται να σε πείσω, αν έχεις ήδη ακλόνητες προκαταλήψεις»…
Ο ίδιος, πάντως, ακόμα και σε προσωπικές του συζητήσεις, ισχυρίζεται ότι το IQOS είναι ένα προϊόν που η πατρότητά του ανήκει σε όλους όσοι δούλεψαν γι’ αυτό. Μέσα στο σπίτι του βρίσκονται διάσπαρτες συσκευές και ένα σημαντικό απόθεμα από κούτες µε τις θερμαινόμενες ράβδους. Αλλά κάτι στον τρόπο που κοιτάζει αυτό το κομψό, μοντέρνο αντικείμενο, κάτι στον τρόπο που περιμένει να ακούσει τις εντυπώσεις κάποιου που το δοκιμάζει πρώτη φορά, δείχνουν ότι δεν είναι τελείως αποκομμένος από τα αισθήματα «πατρότητας» απέναντι στο IQOS.
Και πάντα εμφανίζεται στο πρόσωπό του μια αίσθηση ικανοποίησης, όταν του εκθειάζεις τη διαδραστικότητα της συσκευής ή τη φιλικότητά της προς τον χρήστη. «Αυτό ακριβώς ήθελα να πετύχω», απαντά µε παιδικό ενθουσιασμό. «Μια συσκευή που μόλις τη συνηθίσεις, να λειτουργεί μαζί σου. Με φυσικότητα. Να την αισθάνεσαι φιλική». Και βέβαια να µη μοιάζει «φτηνή», θα προσέθετε κάποιος από μια πιο «marketing-ίστικη» σκοπιά. Να είναι ένα αντικείμενο µε ντιζάιν, που κάποιος θα χαίρεται να επιδεικνύει… Αλλά όπως και να ‘χει, ποτέ δεν μπορείς να τους ευχαριστήσεις όλους.
Καθημερινά στο mail του καταφθάνει ένα δελτίο µε τα «παράπονα» που έχουν γίνει παγκοσμίως από χρήστες της συσκευής. Από τα πιο παράλογα μέχρι τα πιο λογικά. Οµως, ποτέ δεν ξέρεις πόσοι είναι οι ικανοποιημένοι καταναλωτές που δεν σου το λένε. Και, κατά πάσα πιθανότητα, αν ακούσεις την άποψη όποιου παραπονιέται, θα χάσεις τους άλλους. Γι’ αυτό το σημαντικό είναι να κρατάς σταθερή την ιδέα σου.
Πώς το λέτε εσείς εδώ, γιατί έχω ξεχάσει πώς το λέμε εμείς εκεί...
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνει κάποιος που αρχίζει να ζει στην Ελβετία είναι η οργάνωση του χρόνου. Ακόμα και σε μια σύγχρονη δυτική κοσμοπολίτικη πόλη, κανείς δεν μπορεί να φάει τη μεσημεριανή του σαλάτα σε κάποιο εστιατόριο μετά τις 2.00 το μεσημέρι. Είναι ένα από τα πράγματα που εντυπωσιάζουν ακόμα κάποιον που αποφασίζει να μείνει εκεί - και η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινότητα μεγαλώνει συνέχεια.
Και προσαρμόζεται περισσότερο απ’ ό,τι παλιά στη ζωή «έξω». Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και δύσκολο να ζεις στην πόλη που πρόσφατα ανακηρύχθηκε η καλύτερη μικρή πόλη στον κόσμο. Όπου μπορείς να πηγαίνεις στη δουλειά σου χωρίς την καθημερινή «μάχη» και όπου όλα λειτουργούν µε κανόνες προτεσταντικού τύπου. Το θέμα είναι όμως όταν ζεις έξω, για ποιον προορισμό χρησιμοποιείς το ρήμα «επιστρέφω». Αισθάνεσαι ότι επιστρέφεις όταν πηγαίνεις στη Λοζάνη ή όταν πηγαίνεις στην Ελλάδα;
Για τον Άγγελο Κολύρη -τον άνθρωπο που ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Αθήνα θα φέρει μέσα στις αποσκευές του ελληνικά τυριά, λουκάνικα και ελληνικές σοκολάτες (ναι, ίσως πρόκειται για παγκόσμια πρώτη για κάποιον που φθάνει στη χώρα της σοκολάτας), η απάντηση είναι απλή. Όσο κι αν ζει σε ένα από εκείνα τα προάστια όπου ο µόνος θόρυβος που ακούγεται μετά τις 6.00 το απόγευμα είναι τα sneakers τελευταίας τεχνολογίας των κατοίκων που βγαίνουν για τζόγκινγκ.
Ή µάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Εξάλλου, όταν έχεις αποφασίσει να περάσεις το πρώτο παραδοσιακό Πάσχα µε σούβλισμα αρνιού στον κήπο και οι γείτονες ειδοποιούν πανικόβλητοι την αστυνομία, ότι κάτι μυστηριώδες συµβαίνει εκεί, λαµβάνεις το μήνυμα ξεκάθαρα…
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββατοκύριακου 1-2 Φεβρουαρίου 2020