Μεταξύ των Συμπληγάδων του διψήφιου πληθωρισμού και του αυξανόμενου κινδύνου ύφεσης βρίσκεται η Ευρωζώνη και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ίσως αποδειχθεί καθοριστικός για το κατά πόσο θα ξεσπάσει μια νέα οικονομική κρίση. Η Κριστίν Λαγκάρντ και τα υπόλοιπα 24 μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ καλούνται να βρουν λύση σε μία πολύ δύσκολη - και πρωτοφανή για τα χρόνια του ευρώ – εξίσωση.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει η ενεργειακή κρίση και οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, παράγοντες που στέλνουν προς διψήφιο ποσοστό τον πληθωρισμό. Τα απογοητευτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ευρωζώνη εκτινάχθηκε στο 7,5% τον Μάρτιο, με τις τιμές της ενέργειας να εκτινάσσονται κατά 45%, χωρίς μάλιστα να είναι αυτό το αποκορύφωμα του φαινομένου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Το 11,9% στην Ολλανδία και το 9,8% στην Ισπανία αντανακλούν τις δραματικές εκκλήσεις από νοικοκυριά και επιχειρήσεις από κάθε γωνιά της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Η Κριστίν Λαγκάρντ και οι κεντρικοί τραπεζίτες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης δεν μπορούν πλέον να αγνοούν την ενεργειακή κρίση και την επιθετική ακρίβεια που ισοπεδώνει το διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Γι’ αυτό είναι πολύ πιθανό η ΕΚΤ να προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Ενώ το μέχρι σήμερα βασικό σενάριο προέβλεπε τον τερματισμό του QE τον Σεπτέμβριο και την πρώτη αύξηση επιτοκίων μέσα στο δ’ τρίμηνο του έτους, ο καλπασμός του πληθωρισμού αλλάζει τα δεδομένα.
Οι εισηγήσεις που δέχεται η Λαγκάρντ είναι για τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων (Asset Purchase Program – APP) τον ερχόμενο Ιούνιο αλλά και ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων μέσα στη φετινή χρονιά, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού έναντι της υποστήριξης της ανάκαμψης.
Η αλήθεια είναι ότι η αποστολή της ΕΚΤ είναι εξαιρετικά δύσκολη, αφού από τη μία πρέπει να δαμάσει τον πληθωρισμό τραβώντας ρευστότητα από το σύστημα, όμως από την άλλη η ρευστότητα είναι κρίσιμη για να μην εκτροχιαστεί η οικονομική δραστηριότητα. Δυστυχώς, η ιστορία έχει δείξει ότι οι περίοδοι υψηλού πληθωρισμού τελειώνουν με ύφεση, που σημαίνει ότι βρισκόμαστε μόλις στην αρχή της κρίσης.
Ο κίνδυνος ύφεσης μπορεί να μην είναι ορατός για τα στελέχη της ΕΚΤ – τουλάχιστον επισήμως – όμως στη Φρανκφούρτη συμφωνούν ότι η συνεχής υποβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη του 2022 απαιτεί εγρήγορση και στοχευμένες δράσεις. Ήδη η Γερμανία είδε το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται στο δ’ τρίμηνο του 2021 και στο α’ τρίμηνο του 2022 ενδέχεται να κινηθεί οριακά σε θετικό έδαφος που σημαίνει ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται στις παρυφές μιας «τεχνικής ύφεσης», ήτοι δύο συνεχόμενων τριμήνων συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Όλα μπορούν να αλλάξουν ξανά και προς κάθε κατεύθυνση καθώς τα πάντα είναι ανοιχτά και ρευστά. Αν για παράδειγμα σταματήσει η ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η Γερμανία θα δώσει προτεραιότητα στην προμήθεια των νοικοκυριών και των αναγκαίων υπηρεσιών όπως τα νοσοκομεία. Αποτέλεσμα θα είναι θα σημειωθούν παρατεταμένες διακοπές σε εργοστάσια, που σημαίνει ότι όλες οι προβλέψεις συνοδεύονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Στην παρούσα φάση, ο πληθωρισμός είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, ενώ η ύφεση μπορεί και να αποφευχθεί. Έτσι η ΕΚΤ μπορεί να προχωρήσει ακόμη και σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων μέσα στο 2022, αλλά θα είναι πάντα έτοιμη να ξεκινήσει εκ νέου το QE αν οι οικονομικές συνθήκες το απαιτήσουν.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τόσο η Κριστίν Λαγκάρντ, όσο και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, έχουν δηλώσει ότι ενδέχεται να εφαρμοστούν νέα εργαλεία στην πορεία που θα διασφαλίσουν τη διάχυση της νομισματικής πολιτικής. Βέβαια, θα πρέπει να καμφθούν οι αντιρρήσεις των χωρών του πυρήνα, ενώ το σίγουρο είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες στην αγορά ομολόγων, οι αγορές πολύ σύντομα θα δοκιμάσουν τις αντοχές της ΕΚΤ, μέσω της αύξησης των spreads. Η απόδοση του γερμανικούς 10ετούς έχει ήδη φτάσει στο +0,56%, του ιταλικού στο 2,09% και του ελληνικού στο 2,67%. Αν τα spreads ενισχυθούν περαιτέρω η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να παρέμβει για να ελέγξει την αγορά και αυτό μέχρι σήμερα το κάνει κυρίως με αγορές ομολόγων.