Συνεχίζεται η κατρακύλα της τουρκικής οικονομίας, με το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας να δεκαπλασιάζεται το 2023, την ισοτιμία της τουρκικής λίρας με το δολάριο να σπάει και το φράγμα των 30 λιρών/δολάριο και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να… σνομπάρει το Νταβός σε μία ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς.
Από το 2018 και μετά, η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε συνεχή πτώση και η κρίση βαθαίνει για τους πολίτες, οι οποίοι βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να φτάνει στο ναδίρ. Αρχικά ήταν η κόντρα με τις ΗΠΑ με φόντο τη φυλάκιση του πάστορα Άντριου Μπράνσον και στη συνέχεια τα οικονομικά «τερτίπια» του γαμπρού του Ερντογάν και τότε υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, που οδήγησαν σε εξαϋλωση τα πολύτιμα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας.
Μέσα στο 2023 και μετά την επανεκλογή του τον Μάιο, ο Ερντογάν αποφάσισε να κάνει στροφή 180 μοιρών στο θέμα των επιτοκίων και ευρύτερα της οικονομικής πολιτικής, αφήνοντας στην άκρη πολλές από τις ανορθόδοξες πρακτικές που ακολουθούσε τα τελευταία χρόνια. Έδωσε τα ηνία της οικονομίας στον Μεχμέτ Σίσμεκ (ΥΠΟΙΚ) και στην Χαφιζέ Γκέι Ερκάν (κεντρική τράπεζα).
Ο Σίμσεκ διετέλεσε υπουργός Οικονομικών την περίοδο 2009-2015 που κάλπαζε η τουρκική οικονομία, ενώ έχει περάσει και από την Merrill Lynch. Η Ερκάν έχει φοιτήσει σε κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Princeton και το Harvard και έχει σημαντική καριέρα σε εταιρείες όπως η Goldman Sachs και η αμερικανική τράπεζα First Republic Bank (η οποία πουλήθηκε πέρσι στην JPMorgan με διαδικασίες εξπρές λίγο πριν σκάσει).
Υπό το νέο οικονομικό σχήμα, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας (CBRT) προχώρησε σε επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, από το 8,5% τον περασμένο Μάιο στο 42,5% τον Δεκέμβριο, με στόχο να δαμάσει τον πληθωρισμό. Όμως η μάχη με τον πληθωρισμό συνεχίζεται, με τον δείκτη να φτάνει στο 65% τον Δεκέμβριο από 38% που είχε υποχωρήσει τον περασμένο Ιούνιο.
Παράλληλα, η ισοτιμία λίρας/δολαρίου συνεχίζει πτωτικά φτάνοντας για πρώτη φορά στα χρονικά πάνω από τις 30 λίρες ανά δολάριο. Από το 2018 έως σήμερα, το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει το 86% της αξίας του.
Στο μεταξύ, οι δαπάνες για την αποκατάσταση των ζημιών μετά τον καταστροφικό σεισμό του Φεβρουαρίου και τα «δώρα» του Ερντογάν πριν τις εκλογές οδήγησαν στον δεκαπλασιασμό του ελλείμματος στα 1,4 τρισ. λίρες, από 142,7 δισ. λίρες το 2022.
Αναλυτές πιστεύουν ότι τόσο η τουρκική οικονομία, όσο και η λίρα θα σταθεροποιηθούν από τη στιγμή που το οικονομικό επιτελείο έχει αφήσει πίσω του τις ανορθόδοξες πολιτικές. Την ίδια ώρα, Σίσμεκ και Ερκάν υπόσχονται ότι η τουρκική οικονομία θα ανακτήσει την αίγλη - και τη σταθερότητα - του παρελθόντος, με μονοψήφιο πληθωρισμό το 2025 και το 2026.
Παρ’ όλα αυτά, οι επενδυτές δεν μπορούν να περιμένουν. Η Moody’ s αναβάθμισε το outlook της τουρκικής οικονομίας την περασμένη εβδομάδα, επικαλούμενη την οικονομική στροφή, ωστόσο η αξιολόγηση της Τουρκίας παραμένει βαθιά στο «junk».
Βέβαια, ο Ερντογάν έχει ανοίξει «πόλεμο» με τους οίκους, τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους και γι’ αυτό ίδρυσε τον δικό του οίκο αξιολόγησης για να βαθμολογεί αυτός τη χώρα πιο… αντικειμενικά. Μόνο που κανένας επενδυτής δεν παίρνει τέτοιες αποφάσεις στα σοβαρά.
Η κρίση έχει αναγκάσει πολλές επιχειρήσεις να μεταφέρουν την έδρα τους στην Αίγυπτο, μία χώρα που προσφέρει πολύ χαμηλότερο εργασιακό κόστος (στο 1/3 της Τουρκίας) και καλύτερη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Ήδη, περίπου 70.000 Αιγύπτιοι εργάζονται για λογαριασμό τουρκικών εταιρειών και σχεδόν το 1/3 των υφασμάτων και ενδυμάτων της Αιγύπτου, κατασκευάζονται σε τουρκικά εργοστάσια.
Το άτυπο εμπάργκο του Ερντογάν στο Νταβός έρχεται να υπενθυμίσει ότι η Τουρκία βάζει σε δεύτερο πλάνο τις σχέσεις της με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα και αποδεικνύει ότι ο Τούρκος πρόεδρος είναι διατεθειμένος μεν να επιστρέψει σε πιο ορθόδοξη οικονομική πολιτική, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει εύκολα τη γεωπολιτική του ατζέντα.
Ακόμη όμως και μετά τη στροφή και τις αυξήσεις των επιτοκίων, αναλυτές προειδοποιούν ότι στην Τουρκία παρατηρείται διαρκής απαξίωση των θεσμών που θα καθυστερήσει την επιστροφή των επενδυτών στα τουρκικά assets και κάπως έτσι ο Ερντογάν θα συνεχίσει να βασίζεται στις γραμμές χρηματοδότησης του Κατάρ, της Κίνας και άλλων συμμάχων του.