Αντίδοτο στο ρωσικό «υπερόπλο» και στρατηγική εν αναμονή του Τραμπ αναζητούν στο ΝΑΤΟ

Αντίδοτο στο ρωσικό «υπερόπλο» και στρατηγική εν αναμονή του Τραμπ αναζητούν στο ΝΑΤΟ

Σε αναζήτηση νέας τακτικής για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής, πλέον όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, βρίσκεται το ΝΑΤΟ στη σκιά της χρήσης, για πρώτη φορά στο πεδίο του υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου, πολλαπλών κεφαλών Oreshnik και τις ευθείες απειλές της Μόσχας, για πλήγματα εναντίον όσων χωρών υποστηρίζουν ενεργά την Ουκρανία.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, έπειτα από 1.000 ημέρες φονικών μαχών και καταστροφών, έχει διαμορφώσει ένα νέο τοπίο και νέες γραμμές επί του εδάφους. Βρίσκεται, πλέον, σε μία αποφασιστική καμπή που συνοδεύεται από μεγαλύτερους κινδύνους ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης.

Και τα δύο μέρη προσπαθούν να βελτιώσουν τη θέση τους στο πεδίο. Έπειτα από εκατοντάδες χιλιάδες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και κατεστραμμένες υποδομές, κυρίως στην Ουκρανία αλλά και με σοβαρές ζημιές σε περιοχές της Ρωσίας, και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να καταγράψουν κέρδη που θα νομιμοποιήσουν τη συνέχιση ή τον τερματισμό του πολέμου. Παράλληλα, τα κέρδη αυτά να είναι τέτοιου μεγέθους που θα δικαιολογήσουν τη διάρκεια του πολέμου και το υψηλό τίμημα που έχει ήδη καταβληθεί.

Εν αναμονή της ανάληψης καθηκόντων από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, όλες οι πλευρές επιχειρούν να ρίξουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι. Η Ρωσία επιδιώκει να επιβάλει την αποδοχή των εδαφικών κερδών της στην Ανατολική και Νότια Ουκρανία, να προκαλέσει δεύτερες σκέψεις σε όσους σχεδιάζουν να ενισχύσουν περαιτέρω την Ουκρανία με πιο σύγχρονα όπλα και, ταυτόχρονα, να διασφαλίσει ότι η Δύση δεν θα προχωρήσει σε στρατιωτικό πλήγμα εναντίον της.

Το μήνυμα του Βλαντίμιρ Πούτιν, τις τελευταίες ημέρες, είναι σαφές: το σχέδιο για κατάρρευση της Ρωσίας –και πιθανόν ανατροπή του ιδίου– δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να αναζητηθεί μια νέα ισορροπία, μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή, με τη συμμετοχή τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας.

Η Ρωσία, πάντως, παραμένει σταθερή στο μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει εδάφη στην Ουκρανία, ειδικά στο Ντονμπάς και την Κριμαία. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης για μικρότερης έκτασης περιοχές που έχει καταλάβει, όπως στο Χάρκοβο και στο Μικολάιβ.

Η μεγάλη πίεση πλέον βρίσκεται στην άλλη πλευρά, καθώς ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αγωνιά. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, όταν και τυπικά θα αναλάβει καθήκοντα ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ο μεγάλος φόβος του Κιέβου είναι ότι θα περιοριστεί σημαντικά η βοήθεια από τις ΗΠΑ, χάρη στην οποία έχει αντέξει έως τώρα. Παράλληλα, φοβάται ότι θα υπάρξει παράλληλο κανάλι διαπραγματεύσεων για μια εκεχειρία ή ακόμα και μια συνολική συμφωνία που θα παρακάμπτει την Ουκρανία. Και, κυρίως, ότι δεν θα λαμβάνει υπόψη τις εδαφικές ρυθμίσεις που απαιτεί το Κίεβο ως προϋπόθεση για μια ειρηνευτική συμφωνία.

Η Ουκρανία, πλέον, δεν δείχνει να είναι σε θέση να επανακαταλάβει τα εδάφη που έχει καταλάβει η Ρωσία. Τουλάχιστον, θα προσπαθήσει στις επόμενες εβδομάδες να μην έχει εκτεταμένες απώλειες αλλά και να διατηρήσει το προγεφύρωμα εντός της ρωσικής επαρχίας του Κουρσκ, το οποίο κατέχει από το φθινόπωρο. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκρούσει τη μεγάλη αντεπίθεση που οργανώνει η Μόσχα, με τη συμμετοχή ακόμα και Βορειοκορεατών στρατιωτών που έχουν σταλεί στο μέτωπο. Και φυσικά με χτυπήματα εντός του ρωσικού εδάφους  να προκαλεί όλο και πιο ακραίες αντιδράσεις της Ρωσίας.

Στην έκτακτη συνάντηση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ουκρανίας, σε επίπεδο Μονίμων Αντιπροσώπων, αναμένεται να γίνει μια πρώτη αξιολόγηση της κατάστασης. Παράλληλα, θα εκτιμηθεί αν ο Ρώσος πρόεδρος είναι πράγματι αποφασισμένος να οδηγήσει τα πράγματα σε μία επικίνδυνη και πρωτοφανή κλιμάκωση. Την άλλη Τρίτη και Τετάρτη πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες η Σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της Συμμαχίας με πρώτο θέμα στην ατζέντα, φυσικά, τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Σε τακτικό επίπεδο, η χρήση του νέου υπερσύγχρονου ρωσικού όπλου έχει προκαλέσει αγωνία και ανησυχία. Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες μηνών για την εξασφάλιση από την Ουκρανία, είτε πυραύλων είτε μαχητικών που θα μπορούσαν να αποκρούσουν τα γνωστά μέχρι τώρα ρωσικά πυραυλικά συστήματα, δείχνουν πλέον να είναι μάταιες. Όσο δεν υπάρχει σαφής εικόνα για το απόθεμα των Oreshnik  και τη δυνατότητα και τον ρυθμό παραγωγής τους, η αβεβαιότητα αυτή μεγαλώνει.

Στο ΝΑΤΟ, η εξέλιξη αυτή στο ουκρανικό μέτωπο έρχεται τη στιγμή που όλοι αναμένουν την πρώτη «αναμέτρηση» με τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος συχνά εκφράζει την απέχθειά του για τον μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας της Δύσης, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τη χαμηλή χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών από τους συμμάχους.

Εάν, κατά την πρώτη του θητεία, ο Ντόναλντ Τραμπ περιορίστηκε σε επικρίσεις κατά των συμμάχων και απειλές ότι, αν δεν αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες, η Ουάσιγκτον θα επανεξετάσει τη θέση της, τώρα, κάθε τέτοια συζήτηση –σε μια περίοδο παγκόσμιου ανταγωνισμού με τη Ρωσία– αποκτά άλλη διάσταση. Γιατί για πρώτη φορά  πλέον σε επίπεδο όχι μόνο  ρητορικό, τίθεται σοβαρά το ζήτημα να αναλάβει η Ευρώπη την κύρια ευθύνη για την άμυνά της. Ωστόσο, αυτό δεν είναι εύκολο. Δεν έχει υπάρξει επαρκής προετοιμασία, ούτε υπάρχει ομοφωνία για το ζήτημα. Επιπλέον, οι εταίροι δεν είναι έτοιμοι να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους για τη διαμόρφωση μιας ισχυρής ευρωπαϊκής άμυνας ειδικά σε μία περίοδο βαθιάς δομικής κρίσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αυτή η αδυναμία της Ευρώπης, η οποία δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί «κάτω από το χαλί», καθώς και η αστάθεια που αναμένεται να υπάρξει το επόμενο διάστημα στις διατλαντικές σχέσεις, καθιστούν την ίδια την Ουκρανία πιο ευάλωτη απέναντι στη Ρωσία. Αυτή η ευαλωτότητα ενθαρρύνει τη Μόσχα να συνεχίσει πιο αποφασιστικά τον πόλεμο, μέχρι να θεωρήσει ότι μπορεί να επιβάλει τους όρους της.

Ένας από αυτούς τους όρους θα μπορούσε να είναι η αποδοχή των απωλειών εδαφών από την Ουκρανία, με αντάλλαγμα μια εγγύηση ασφάλειας για τη χώρα, η οποία όμως θα μείνει εκτός ΝΑΤΟ. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να θεωρηθεί νίκη για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, αν δεν ληφθεί υπόψη ο αρχικός του στόχος, που ήταν η προέλαση μέχρι το Κίεβο και η ανατροπή της «ναζιστικής κυβέρνησης», όπως την είχε χαρακτηρίσει, και φυσικά  οι  εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί που θυσιάστηκαν για μια λωρίδα γης στην Ανατολική Ουκρανία και για ένα παιχνίδι εξουσίας του Β. Πούτιν.

Πούτιν και Ζελένσκι πλέον είναι αντιμέτωποι, όμως, και με την αντίληψη που κερδίζει ολοένα έδαφος στην κοινή γνώμη της Ρωσίας και της Ουκρανίας ότι  «μια άδικη Ειρήνη είναι προτιμότερη από έναν δίκαιο Πόλεμο». Και το τι μπορεί να θεωρηθεί «άδικη ειρήνη» είναι που θα κρίνει και τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα...