Ο Jack Dorsey φεύγει. Η νέα εποχή της Twitter ξεκινά

Ο Jack Dorsey φεύγει. Η νέα εποχή της Twitter ξεκινά

Η πίστωση χρόνου που είχε δώσει τον Μάρτιο του 2020 το Elliott Management, το γνωστό ακτιβιστικό hedge fund του δισεκατομμυριούχου Πολ Σίνγκερ, στον Τζακ Ντόρσεϋ προκειμένου να δώσει ζωή στην μετοχή της Twitter (TWTR NYSE), φαίνεται πως εξαντλήθηκε. Η αρχική πρόθεση του Σίνγκερ και των συνεργατών του ήταν να απομακρύνουν τον Ντόρσεϋ, αλλά τελικά συμφώνησαν να του δώσουν ένα χρονικό περιθώριο προκειμένου να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις για να πετύχει την επιστροφή της εταιρείας σε ρυθμούς έντονης ανάπτυξης.

Το Elliott Management, που σύμφωνα με τις πληροφορίες του οικονομικού Τύπου κατέχει λίγο πάνω από το 5% των μετοχών της εταιρείας, αποφάσισε να επενδύσει στην Twitter πιστεύοντας πως η εταιρεία, κάτω από την ηγεσία του Ντόρσεϋ, δεν είχε καταφέρει ποτέ να πετύχει τα οικονομικά μεγέθη που αναλογούσαν στα εκατοντάδες εκατομμύρια των καθημερινών χρηστών του. Χθες το απόγευμα, λίγο πριν την έναρξη της συνεδρίασης του αμερικανικού χρηματιστηρίου, το τηλεοπτικό κανάλι CNBC μετέδωσε πρώτο την πληροφορία για την απόφαση του Ντόρσεϋ να παραιτηθεί, και μάλιστα με άμεση ισχύ.

Η μετοχή της εταιρείας στην αρχή αντέδρασε πολύ θετικά και ξεκίνησε την συνεδρίαση με άνοδο μεγαλύτερη από 10%. Η πληροφορία του CNBC επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα, όταν εκδόθηκε η επίσημη ανακοίνωση της εταιρείας, συνοδευόμενη από μία δήλωση του Ντόρσεϋ, ο οποίος όντως αποχώρησε από την θέση του διευθύνοντος συμβούλου και αντικαταστάθηκε άμεσα από τον Πάραγκ Αγκραβάλ, τεχνολογικό διευθυντή της επιχείρησης.

Ο Ντόρσεϋ, ένας από τους τέσσερις συνιδρυτές του Twitter, ήταν ο πρώτος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, από το 2006 μέχρι το 2008 και στην συνέχεια υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την θέση. Λίγο μετά την αποχώρησή του ίδρυσε την, πασίγνωστη πλέον, εταιρεία ηλεκτρονικών πληρωμών Square (SQ NYSE), την οποία διευθύνει από τότε, όντας ο μεγαλύτερος της μέτοχος, με ποσοστό κοντά στο 13%. Στην διεύθυνση της Twitter επέστρεψε το 2015, εν μέσω σκεπτικισμού για το κατά πόσον θα μπορούσε να διευθύνει με επιτυχία και τις δύο εταιρείες ταυτόχρονα.

Αυτό το ζήτημα απασχολούσε έκτοτε συνεχώς τους μεγάλους μετόχους της Twitter, τους χρηματιστηριακούς αναλυτές, τους εργαζομένους των δύο επιχειρήσεων και την χρηματιστηριακή αγορά γενικότερα. Εκ του αποτελέσματος μπορούμε να πούμε πως το ερώτημα απαντήθηκε με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Ο Ντόρσεϋ δεν κατάφερε να διοικήσει και τις δύο επιχειρήσεις με επιτυχία. Για την ακρίβεια, την Square την οδήγησε σε εντυπωσιακή ανάπτυξη ενώ την Twitter δεν κατάφερε να την βγάλει από την (οικονομική) στασιμότητα

. Απόδειξη αυτού αποτελεί η εξέλιξη των χρηματιστηριακών αξιών των δύο εταιρειών. Η χρηματιστηριακή αξία της Square είναι αυτή την στιγμή ελάχιστα κάτω από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2015 (όταν μπήκε στο χρηματιστήριο) άξιζε περίπου 3. Αντίστοιχα, η χρηματιστηριακή αξία της Twitter είναι αυτή την στιγμή κοντά στα 37 δισεκατομμύρια, ενώ το 2015, όταν ανέλαβε ο Ντόρσεϋ ήταν λίγο πάνω από τα 20.

Μία απόδοση 75% δεν ακούγεται εντελώς κακή, είναι όμως πολύ κακή όταν συγκριθεί με την απόδοση, στο ίδιο χρονικό διάστημα, των μεγάλων χρηματιστηριακών δεικτών και των άλλων τεχνολογικών εταιρειών. Ο δείκτης S&P 500 ανέβηκε κατά 140%, και ο Nasdaq κατά 280%, ενώ οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες (Apple, Microsoft, Google, Amazon) είδαν τις μετοχές τους να ανεβαίνουν από 350% (η Google) ως 650% (η Microsoft). Με ο,τιδήποτε και αν συγκριθεί η μετοχή της Twitter, βγαίνει συντριπτικά χαμένη.

Τους λόγους για την υστέρηση της εταιρείας σε οικονομικές επιδόσεις και την συνεπακόλουθη υστέρηση της τιμής της μετοχής, τους έχουμε δει και παλαιότερα στο Liberal Markets. Η απροθυμία των διαφημιζομένων επιχειρήσεων να προβληθούν μέσω του Twitter είναι η βασικότερη αιτία.

Η σχετική δυσκολία στην χρήση του δικτύου και η συχνή εμφάνιση του λεγόμενου «τοξικού διαλόγου» μεταξύ των χρηστών βρίσκονται πίσω από αυτή την απροθυμία, σε συνδυασμό με την βαριά σκιά του γίγαντα των κοινωνικών δικτύων, του Facebook (FB NASDAQ), το οποίο έχει πείσει την διαφημιστική αγορά εδώ και χρόνια πως είναι το πιο αποδοτικό διαφημιστικό μέσο για κάθε επιχείρηση. Δεν βοηθάει επίσης και το γεγονός πως ο αριθμός των χρηστών είναι σχεδόν στάσιμος τα τελευταία χρόνια.

Έτσι, παρά το γεγονός πως πολλοί χρήστες είναι φανατικοί και χρησιμοποιούν το δίκτυο συνεχώς για την ενημέρωσή τους (όπως για παράδειγμα εμείς), αυτό δεν φέρνει τα έσοδα που θα υπέθετε κανείς. Ο Ντόρσεϋ προσπάθησε κατά καιρούς να ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα, χωρίς όμως επιτυχία. Κάποιοι επικριτές του εκτιμούν πως τον χαρακτηρίζει μία αναβλητικότητα στην λήψη αποφάσεων και πως δεν ακολουθεί τις συμβουλές του τεχνολογικού τμήματος της επιχείρησης.

Δεν προκάλεσε μεγάλη έκπληξη λοιπόν το γεγονός πως ο αντικαταστάτης του είναι ο Αγκραβάλ, ο οποίος βρίσκεται στην εταιρεία από το 2011 και κατέχει την θέση του τεχνολογικού διευθυντή από το 2017. Ίσως το διοικητικό συμβούλιο, κάτω από την επίδραση του Elliott Management, να αποφάσισε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην φαντασία και τις ιδέες των μηχανικών υπολογιστών, των προγραμματιστών και όλων των άλλων στελεχών του τεχνολογικού τμήματος της εταιρείας.

Το πάρα πολύ επιτυχημένο παράδειγμα της Microsoft, η οποία αναγεννήθηκε κυριολεκτικά όταν τα ηνία της ανέλαβε ο Σατία Ναντέλλα, που κατείχε μία αντίστοιχη θέση σε αυτήν όταν απολύθηκε ο τότε διευθύνων σύμβουλος Στηβ Μπάλμερ, είναι πολύ πιθανόν να βρισκόταν στο μυαλό των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Ο Αγκραβάλ θα πρέπει να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις που έδωσε η εταιρεία στους μετόχους της τον περασμένο Φεβρουάριο. Το έργο του σίγουρα δεν είναι εύκολο, αλλά μάλλον είναι λιγότερο δύσκολο από αυτό του Ντόρσεϋ, ο οποίος κουβαλούσε πάνω του το «βάρος» του συνιδρυτή και του πρωτοπόρου της Silicon Valley.

Η αγορά πάντως δεν φαίνεται τελικά να ενθουσιάστηκε και τόσο πολύ, αφού τελικά η μετοχή της εταιρείας έχασε όλα τα κέρδη που πετύχαινε στην αρχή της συνεδρίασης και τελικά έκλεισε στα 45,78 δολάρια, με απώλειες της τάξης του 2,74%, ενώ στην αρχή είχε ξεπεράσει τα 51 δολάρια. Η ψυχρή υποδοχή που επιφύλαξαν οι επενδυτές στον νέο διευθύνοντα σύμβουλο μπορεί να φαίνεται λίγο αποθαρρυντική αλλά ίσως να του λύνει και τα χέρια.

Όσο λιγότερα περιμένουν από αυτόν τόσο πιο άνετα θα μπορέσει να κάνει την δουλειά του και να οδηγήσει την Twitter στην νέα, μετά Ντόρσεϋ, εποχή. Αν πετύχει, θα κάνει ευτυχείς όλους τους μετόχους και ιδίως την Elliott Management. Αν αποτύχει, τότε η Twitter δύσκολα θα αποφύγει την πώλησή της σε κάποιον από τους αμερικανούς κολοσσούς που δεν θα πουν όχι στα εκατοντάδες εκατομμύρια των χρηστών της.