Ο μύθος του χαμηλού εργατικού κόστους

Ο μύθος του χαμηλού εργατικού κόστους

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, πραγματοποιείται μία εσωτερική υποτίμηση, η οποία έχει σημαντικό αντίκτυπο κυρίως, στις αμοιβές του εργατικού δυναμικού. Χιλιάδες ώρες συζητήσεων έχουν πραγματοποιηθεί και συνεχίζουν να πραγματοποιούνται, για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία, όπως ευαγγελίζονται οι σωτήρες του έθνους, θα προκύψει μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας.

Είναι όμως τα πράγματα έτσι ή μήπως η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, είναι συνάρτηση κι άλλων παραμέτρων; Φυσικά και είναι, καθώς αυτή εξαρτάται από τις υποδομές μιας χώρας, την εξειδίκευση του εκάστοτε κλάδου, την προσαρμοστικότητα των εταιρειών απέναντι στον ανταγωνισμό, τη φορολογία κα.

Στην Ελλάδα, συμβαίνει το εξής παράδοξο: όταν μιλάμε για κόστος εργασίας, εννοούμε τη μείωση του βασικού μισθού η οποία όμως όχι μόνο δε συνδυάζεται και με αντίστοιχη μείωση της φορολογίας επί αυτού, αλλά απεναντίας έχουμε την ταυτόχρονη αύξηση των εργοδοτικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, η οποία εξουδετερώνει κάθε όφελος (εάν μπορεί να θεωρηθεί όφελος) από τη μείωση του βασικού μισθού.

Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε όλες τις παραμέτρους εκείνες, οι οποίες θα μας οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από το κόστος εργασίας, ή ακόμη και να αναλύσουμε το κόστος επί του ονομαστικού μισθού, τόσο από την πλευρά του εργοδότη όσο κι από αυτήν του εργαζομένου. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, θα καταλήγαμε στο ίδιο αποτέλεσμα.

Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε το tax wedge, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του ονομαστικού μισθού και του πραγματικού (μετά από φόρους), που ισχύει σε ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρίσκονται σε αντίστοιχη θέση με αυτή της Ελλάδας, καθώς και στις ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωζώνης, ώστε να διαπιστώσουμε, πως για ακόμη μία φορά στη χώρα μας μάλλον «στραβά αρμενίζουμε» και πως στραβός δεν είναι ο γιαλός.

Σύμφωνα λοιπόν, με τα  στοιχεία του ΟΟΣΑ, το tax wedge για το 2015 για την Ελλάδα βρίσκεται στο 39,3%, με το μέσο όρο του οργανισμού να βρίσκεται στο 35,9%. Οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο, με την Πορτογαλία στο 42,1%, την Ισπανία στο 39,6%, την Ιρλανδία στο 27,5% (η οποία σημειωτέον βγήκε από μνημόνια), την Ιταλία στο 49%, τη Γαλλία στο 48,5%, τη Γερμανία στο 49,4%, η οποία μαζί με την Αυστρία και το Βέλγιο (49,5% και 55,3% αντίστοιχα) έχουν το υψηλότερο tax wedge στην ευρωζώνη.

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η διαφορά μεταξύ ονομαστικού και καθαρού μισθού, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, κι όμως αυτές οι οικονομίες συνεχίζουν να αναπτύσσονται και να προσελκύουν (όπως θα δούμε παρακάτω) επενδύσεις. Φυσικά, τα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία αποτελούν ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία, και δυστυχώς για τους ιεροκήρυκες που ευαγγελίζονται την ανάπτυξη της χώρας, δεν ενδιαφέρονται και τόσο (ή όσο θέλουν να πιστεύουμε) για το κόστος εργασίας.

Τα διεθνή σοβαρά επενδυτικά κεφάλαια, για να επενδύσουν  σε μία χώρα, θέλουν να υπάρχει σταθερό πολιτικό περιβάλλον, σταθερό φορολογικό και επενδυτικό πλαίσιο, καθώς και κατάλληλες υποδομές και εργατικό δυναμικό. Απεναντίας, τα τελευταία χρόνια, με την εσωτερική υποτίμηση η οποία έχει γίνει, καταστρέψαμε όχι μόνο την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών (κι όχι μόνο), αλλά οδηγήσαμε κι ένα σημαντικό μέρος τοπικών, και ξένων επιχειρήσεων, στο να σταματήσουν την λειτουργία τους ή να αλλάξουν έδρα (πχ ΕΕΕ).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας, για το έτος 2015, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας ήταν αρνητικές, κατά $-289,384,508 εκατ., γεγονός που σημαίνει πως τα επενδυτικά κεφάλαια που αποχώρησαν από τη χώρα ήταν περισσότερα από αυτά που εισέρρευσαν.

Στην Πορτογαλία, αντίστοιχα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις για το προηγούμενο έτος, ήταν $1.05 δισ., στην Ισπανία $22.063 δισ., στην Κύπρο $-5.243 δισ. (πρόκειται κυρίως για κεφάλαια τα οποία εκμεταλλεύονται το χαμηλό φορολογικό καθεστώς, κι όχι για πραγματικές παραγωγικές επενδύσεις), με το Βέλγιο να συμπληρώνει την εκροή κεφαλαίων στα $-20,716 δισ.

Αντίστοιχα, χώρες με υψηλό tax wedge, και υψηλή εταιρική φορολογία, προσέλκυσαν επενδυτικά κεφάλαια, με τις εισροές να φθάνουν στη Γερμανία το ύψος των $46.227 δισ., στην Ιταλία στα $2.743 δισ., την Ισπανία τα $22.063 δισ., και τη Γαλλία στα $42.882 δισ.

Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το κόστος εργασίας δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο επένδυσης σε μία χώρα, αλλά και ούτε κριτήριο εργασίας για τον εργαζόμενο, του οποίου το πραγματικό καθαρό μηνιαίο εισόδημα του από φέτος (στην Ελλάδα), θα περιοριστεί σημαντικά.

Εάν θέλουμε, κάποια στιγμή να δούμε πραγματικά την ανάπτυξη, τον «λευκό κύκνο» για την ελληνική οικονομία, τότε θα πρέπει να προσανατολιστούμε, κυρίως στη σοβαρότητα μας, και κατά δεύτερο στη δημιουργία ενός σταθερού πολιτικού, επενδυτικού, και φορολογικού περιβάλλοντος, ώστε πραγματικά να προσελκύσουμε σοβαρά επενδυτικά κεφάλαια, γιατί αυτός ο τόπος πραγματικά και το αξίζει, αλλά και έχει τις δυνατότητες.