Η πτώση του ρυθμού αύξησης των τιμών, δηλαδή του τιμάριθμου καταναλωτή, ένας δείκτης που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για τον πληθωρισμό, είναι καλό νέο.
Σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat στο σύνολο προϊόντων και υπηρεσιών ο ρυθμός έπεσε στο 2,3% τον Μάιο (Ευρωζώνη-ΕΖ στο 2,6%), από 3,2% τον Απρίλιο(ΕΖ=2,4%). Στον ίδιο μήνα, πέρυσι ήμασταν στο 4,1% (ΕΖ=6,1%) και πρόπερσι στο 10,1% (ΕΖ=8,1%).
Αλλά και στον τομέα των τροφίμων, ο πληθωρισμός έτρεξε με 2,3% το Μάιο (ΕΖ=2,6%), έναντι 9,8% πέρυσι (ΕΖ=12,5%) και 10,1% πρόπερσι (ΕΖ=7,5%).
Κάποιοι από εμάς το περιμέναμε κι ας τσίριζαν κάποιοι (εκλογές έχουμε άλλωστε) καταστροφολογικά κάποιοι.
Για τρεις+1 βασικούς λόγους.
Ο ένας, πολύ βασικός, είναι ότι οι επιχειρήσεις πήραν το μήνυμα που τους έστειλαν οι καταναλωτές. Η ζήτηση έχει περιοριστεί και οι επιλογές στρέφονται περισσότερο προς πιο οικονομικά ισοδύναμα προϊόντα.
Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός, ειδικά για την Ελλάδα, είναι η συνεχής διοικητική (και σαφώς πολιτική) πίεση, από την πλευρά της κυβέρνησης. Σε συνδυασμό με τα μέτρα αναδιοργάνωσης Σκρέκα, στον τρόπο τιμολόγησης πολλών χιλιάδων δημοφιλών προϊόντων (αντικατάσταση εκπτώσεων, «πάγωμα» τιμών). Το τελευταίο έχει ειδική σημασία γιατί είναι η πρώτη φορά που υπάρχει πραγματική παρέμβαση στο χονδρεμπορικό κύκλωμα.
Τρίτος λόγος, πιο τεχνικός, είναι ότι στην κατασκευή του τιμάριθμου, όταν συγκρίνουμε το τωρινό επίπεδο τιμών, δηλαδή το παρόν επίπεδο της «ακρίβειας», με το περυσινό, η ποσοστιαία αύξηση που προκύπτει είναι μικρότερη επειδή πέρυσι τρέχαμε γρηγορότερα.
Με άλλα λόγια το 2022 ήταν έτος ταχείας αύξησης τιμών, ενώ το 2023 είναι, όπως διαφαίνεται, περίοδος (αυτο)συγκράτησης.
Ο πρόσθετος λόγος έχει να κάνει με το ίδιο το οικονομικό φαινόμενο. Ο πληθωρισμός είναι μια επικίνδυνη ασθένεια του νομίσματος που χρησιμοποιούμε στις συναλλαγές μας. Η κύρια μακροχρόνια αποθεραπεία επιτυγχάνεται με δύο «φάρμακα»: αύξηση επιτοκίων και μείωση δαπάνης.
Το ένα «φάρμακο», που το χορηγεί σε όλα τα κράτη της ζώνης του ευρώ, κατά την απόλυτη κρίση της. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι λιγότερο αποτελεσματικό στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας.
Κυρίως γιατί μόνον ένα μικρό, συγκριτικά προς τις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, τμήμα των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, χρησιμοποιεί δανεισμό στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους.
Φαίνεται αυτό όταν προσέξουμε το χαμηλότατο επίπεδο νέων δανείων προς την παραγωγή, την εμπορία και κατανάλωση. Φυσική, βεβαίως, απόρροια της υπερδεκαετούς μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης και της συγκλονιστικής πανδημικής αναταραχής που ακολούθησε.
Το δεύτερο «φάρμακο» είναι, πρακτικά, η επιβολή λιτότητας στα εισοδήματα. Στην περίπτωσή μας, αυτό το δεύτερο «φαρμάκι» ούτε καν που χορηγήθηκε, ούτε που έπρεπε να χορηγηθεί.
Αντιθέτως, η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των αμοιβών ήταν «γενναιόδωρη» ενώ όλες οι επιχειρηματικές και επαγγελματικές ομάδες εκμεταλλεύτηκαν με το παραπάνω την πληθωριστική «ευκαιρία» για να διευρύνουν τα περιθώρια κερδών τους.
Επιπλέον, και αυτό έκανε «χειρότερα» τα πράγματα, από την άποψη της αντιπληθωριστικής πολιτικής, η κυβέρνηση αντέδρασε αρχικώς αυξάνοντας τις μεταβιβάσεις (μεγάλη αύξηση κατώτατου, ενίσχυση συνταξιούχων και δημοσίων υπαλλήλων, έκτακτα επιδόματα, επιστροφές ηλεκτρισμού και πρόσθετες επιχορηγήσεις) προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ρευστότητα της οικονομίας, που σημαίνει ότι το «φάρμακο» του ακριβού χρήματος (μέσω των επιτοκίων) δεν είχε, πρακτικώς, το αναμενόμενο ευεργετικό, ως προς τον πληθωρισμό βεβαίως, αποτέλεσμα.
Όλα αυτά μαζί, οδήγησαν την Ελλάδα, στα τρία αρχικά τρίμηνα του 2022, σε price overshooting, δηλαδή σε ένα πληθωριστικό καπέλο, συγκριτικά με τη Ζώνη του Ευρώ, πάνω δηλαδή από τον πληθωρισμό του νομίσματός μας, κατά περίπου τρεις εκατοστιαίες μονάδες.
Η εξέλιξη αυτή απεικονίζεται καθαρά στο συνοδευτικό διάγραμμα από την Eurostat. Η πορεία του δωδεκάμηνου ρυθμού μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη καταναλωτή, καταγράφει την ελληνική «εξαίρεση» και το πρόβλημα με την Γερμανία, η οποία εξήγαγε ανοδικές πιέσεις και την καλύτερη (κυρίως πιο ομαλή) πορεία της Γαλλίας αλλά και τη σύγκλιση των «εθνικών» πληθωρισμών κατά το τελευταίο εξάμηνο.
(Πηγή: Eurostat, 12μηνη μεταβολή, 8/2021-5/2024, Ευρωζώνη με μπλε, Ελλάδα με πορτοκαλί, Γερμανία με μωβ, Γαλλία με γαλάζιο)
Μένουν όμως και πάλι δύο (τουλάχιστον) ζητήματα-αγκάθια, από τα οποία θα εξαρτηθεί η έκβαση της αντιπληθωριστικής μάχης που δίνει η Ευρώπη, αλλά και ολόκληρος ο Κόσμος.
Πρώτο, η ακρίβεια των τροφίμων. Ο αγροτοδιατροφικός τομέας υφίσταται κοσμοϊστορικές αλλαγές. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων αποκτούν πρόσβαση σε καλύτερη ποιότητα διατροφής, ως μέρος της σημαντικής βελτίωσης του επιπέδου της ζωής τους, κυρίως επειδή παράγουν ένα απίθανα μεγάλο πλήθος προϊόντων που αδηφάγα καταβροχθίζει ο (μέχρι σήμερα) «πλούσιος» κόσμος.
Ταυτόχρονα, είμαστε όλοι αντιμέτωποι με άναρχες και απρόβλεπτες, κατά τόπους πλην όμως πολλαπλασιαζόμενες κρίσεις, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Άρα, ακόμη και τώρα, που φαίνεται πως οι τιμαριθμικές εξελίξεις συγκλίνουν σε χαμηλότερα επίπεδα (Βλ. Διάγραμμα), η ακρίβεια, που αφήνει πίσω του ο πληθωρισμός, θα παραμείνει μαζί μας για άγνωστο αλλά σίγουρα μακρό χρονικό ορίζοντα.
(Πηγή: Eurostat, 12μηνη μεταβολή, 8/2021-5/2024, Ευρωζώνη με μπλε, Ελλάδα με πορτοκαλί, Γερμανία με μωβ, Γαλλία με γαλάζιο)
Δεύτερον, η ακρίβεια των τεχνολογικών υπηρεσιών. Οι διευκολύνσεις που εισάγει η ωρίμαση της τεχνολογικής επανάστασης, υποστηρίχθηκαν και υποστηρίζονται από τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, απορροφούν πλέον σημαντικό μερίδιο στα κέρδη των μεγάλων οικονομιών.
Με άλλα λόγια, τα «κινέζικα» δεν θα είναι για πάντα «φθηνά», οι ινδοί θα «κοστίζουν» πολλά περισσότερα χρήματα και οι «μετανάστες» θα γίνουν απαραίτητοι για να συνεχίζεται το ραχάτι της πλούσιας Δύσης.
Κι όλα αυτά σε ένα περιβάλλον με δύο κλιμακούμενους και πολύ επικίνδυνους πολέμους, σειρά ασταθών εκλογικών αναμετρήσεων (κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στη Γαλλία και αλλού), τον αυξανόμενο κίνδυνο του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού και τη σταδιακή συσπείρωση των αυταρχικών κρατών, από τη Ρωσία και την Τουρκία, μέχρι το Ιράν και την Κίνα.
Το συμπέρασμα είναι μάλλον απλό.
«Εθνικές» λύσεις, δεν υπάρχουν. Ένα κράτος μόνο του δεν μπορεί να λύσει αυτά που δεν μπορούν να λύσουν όλα μαζί τα κράτη. Η μόνη λύση είναι να κρατήσουμε ως ιερό εικόνισμα την πανάκριβα αποκτηθείσα σταθερότητα και την καλή εικόνα της Ελλάδας. Και, όπως πάντα επιμένω να υπενθυμίζω, πρέπει να επενδύουμε μονοδιάστατα, για κάμποσα χρόνια, στην άνοδο της επιχειρηματικότητας.
Αν βεβαίως πονάμε και σεβόμαστε τον κόπο και τον τόπο μας.