Ο στρουθοκαμηλισμός του χρηματοπιστωτικού προβλήματος

Ο στρουθοκαμηλισμός του χρηματοπιστωτικού προβλήματος

Του Θεόδωρου Σεμερτζίδη

Σε παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων βρίσκεται ήδη η παγκόσμια οικονομία, με τα προβλήματα αυτής να παραμένουν μέχρι στιγμής άλυτα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες, είτε δεν διαθέτουν άλλα όπλα στη φαρέτρα τους, είτε εθελοτυφλούν μπροστά στο μεγαλύτερο πρόβλημα, αυτό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τις τράπεζες ως σύγχρονα βαμπίρ να «πίνουν» όλο το παρεχόμενο ρευστό των κεντρικών τραπεζών.

Σε μια παγκόσμια οικονομία, όπου συνεχώς οι στόχοι για ανάπτυξη αναθεωρούνται προς τα κάτω, πέραν τον δομικών προβλημάτων αυτής, έρχονται συνεχώς να προστεθούν κι άλλα προβλήματα τα οποία προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτή την περίοδο, το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων των ιταλικών τραπεζών, τρομάζει όχι μόνο την ιταλική και ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και την παγκόσμια, καθώς τυχόν πτωχεύσεις μερικών τραπεζών θα θέσει θέμα αξιοπιστίας για ολόκληρο τον κλάδο.

Πόσο ανυπέρβλητα είναι όμως όλα αυτά τα προβλήματα, τα οποία παρά τη συντονισμένη προσπάθεια κεντρικών τραπεζών και κρατών δεν μπορούν να επιλυθούν;

Όσο αφορά το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, το αντιμετωπίσαμε και συνεχίζουμε να το αντιμετωπίζουμε και στη χώρα μας, χωρίς ωστόσο να έχει δοθεί μία λύση σε αυτά, με τις τράπεζες να «χρηματοδοτούνται» με €250 δισ., από το κράτος, στην ουσία από τον Έλληνα φορολογούμενο. Κάτι αντίστοιχο ετοιμάζεται και για τις ιταλικές τράπεζες, όπου η ιταλική κυβέρνηση στην προσπάθεια της να αποφύγει ένα πιθανό bail in, ετοιμάζει σχέδιο διάσωσης, με το Βερολίνο να κάνει τα στραβά μάτια.

Για ποιο λόγο όμως, τα λεγόμενα μη εξυπηρετούμενα δάνεια άνω των 90 ημερών, γνωστά κι ως «κόκκινα», συνεχίζουν να αυξάνονται (και θα αυξάνονται) καθιστώντας αυτά, το υπ' αριθμών ένα πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών;

Η διαπίστωση

Η πολιτική λιτότητας του Βερολίνου προς τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, μετέφερε όλα τα πλεονάσματα αυτού στον πλούσιο Βορρά, ενώ αποτυχημένες πρέπει να θεωρούνται και οι ποσοτικές χαλαρώσεις της ΕΚΤ, καθώς αυτές λειτούργησαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό προς την εξυγίανση κατά ένα μέρος των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών από «τοξικές» κινητές αξίες, και κατά ένα άλλο μέρος στην ενθάρρυνση αυτών να αναλάβουν ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους, κυρίως στην αγορά παραγώγων, με το χαρτοφυλάκιο αυτών της Deutsche Bank να ανέρχεται στα $42 τρισ.!

Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτικών χαλαρώσεων της κεντρικής τράπεζας, δεν διοχετεύθηκε στην πραγματική οικονομία, παρέχοντας κεφάλαιο κίνησης ή χρηματοδότηση για νέες επενδύσεις στις μικρές και μεσαίες ευρωπαϊκές εταιρείες, αλλά διοχετεύθηκε σε πιο συστημικούς κλάδους αυτής, όπως αυτόν του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Η κίνηση αυτή της ΕΚΤ, ουσιαστικά δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία ήδη πολλά από αυτά δεν θα είναι έτοιμα να εφαρμόσουν την Βασιλεία ΙΙΙ, λαμβάνοντας ενδεχομένως μια μικρή παράταση.

Η λύση

Η λύση στο πρόβλημα των τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη, κι όχι μόνο, έγκειται στο γεγονός της αυστηρότητας των ελέγχων των εποπτικών αρχών σε αυτές, καθώς και στη διάσωση αυτών με ίδια κεφάλαια των μετόχων. Αρκετές εταιρείες στο μη τραπεζικό κλάδο, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα τα οποία έχει δημιουργήσει η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, με τους βασικούς μετόχους να προβαίνουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να στηρίξουν τις εταιρείες τους. Καμία από τις εταιρείες του μη χρηματοπιστωτικού κλάδου, δεν προέβη σε δέσμευση μέρους των χρημάτων των πελατών τους (π.χ. bail in), ή ζήτησαν και έλαβαν κρατική στήριξη.

Θα πει κανείς, πως η κατάρρευση μίας τράπεζας είναι διαφορετική από την κατάρρευση μιας εταιρείας π.χ. του λιανικού εμπορίου, σωστά! Αυτό όμως επιτρέπει την αλόγιστη χρήση σημαντικών πόρων για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, και μάλιστα με χρήματα των φορολογουμένων, από τις διοικήσεις των εκάστοτε τραπεζών; Φυσικά όχι!

Επίσης, όσο αφορά το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (Non Performance Loans), κι εδώ κεντρικές τράπεζες και κράτη συνεχίζουν να στρουθοκαμηλίζουν. Θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός των δανειοληπτών, σε αυτούς που εν καιρό ανάπτυξης της οικονομίας ήταν συνεπής, και σε αυτούς που δεν ήταν.

Στην πρώτη κατηγορία, οφείλουν οι τράπεζες να προβούν σε «πάγωμα» του δανείου, χωρίς προσαυξήσεις, έως ότου επανέλθει η ανάπτυξη ή ο δανειολήπτης βρει και πάλι εργασία, συνεχίζοντας να αποπληρώνει και πάλι το δάνειο του υπό κανονικές οικονομικές συνθήκες.

Στη δεύτερη περίπτωση, όπου δηλαδή ο δανειολήπτης δεν ήταν συνεπής και προ της ύφεσης, τότε θα πρέπει οι τράπεζες είτε να προβούν σε κατάσχεση των υποθηκευμένων περιουσιακών στοιχείων του, είτε σε δέσμευση των λογαριασμών του, έως ότου αναγκαστεί να τακτοποιήσει τις οφειλές του.

Η λύση πώλησης των «κόκκινων» δανείων σε εξειδικευμένα funds, τα γνωστά vulture funds, απλά πέραν της άμεσης ρευστότητας που θα επιφέρει για τις τράπεζες δεν έχει κανένα άλλο πλεονέκτημα γι΄ αυτές, καθώς θα εγγράψουν στους ισολογισμούς τους σημαντικές ζημίες, διατηρώντας τον πονοκέφαλο σε κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις, αλλά και τον τρόμο σε επενδυτές και καταθέτες.

Τέλος, η οριστική λύση στο πρόβλημα του τραπεζικού κλάδου, είναι η επαναφορά ενός νέου νόμου Steagal-Glass, όπου θα δημιουργήσει τον διαχωρισμό μεταξύ λιανικής και επενδυτικής τραπεζικής, κάνοντας με αυτό τον τρόπο πιο εύκολα και διαχειρίσιμα τα όποια προβλήματα αντιμετωπίσει ο κλάδος στο μέλλον.

Παρόλα αυτά, οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεχίζουν να στρουθοκαμηλίζουν παρέχοντας συνεχώς σημαντική ρευστότητα, κι όχι μόνο, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις εταιρείες που απαρτίζουν αυτό, αδιαφορώντας επιδεικτικά για την πραγματική οικονομία. Άραγε οδεύουμε προς ένα νέο οικονομικό κραχ, με τις ευλογίες ή την αδιαφορία των κεντρικών τραπεζών;