Ο θάνατος της επιχειρηματικότητας

Ο θάνατος της επιχειρηματικότητας

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η μακρά περίοδος αβεβαιότητας, η αύξηση των φόρων, η μείωση του τζίρου και η κατάρρευση των κερδών έχουν ως αποτέλεσμα τον «θάνατο» πάνω από 250 χιλ. επιχειρήσεων, βάσει των στοιχείων αρμόδιων φορέων, και την «εξαφάνιση» εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Τα «λουκέτα» αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, με το αρνητικό ισοζύγιο στις διαγραφές-εγγραφές νέων επιχειρήσεων να αντικατοπτρίζει τη δραματική κατάσταση που επικρατεί στην πραγματική οικονομία.

Μελέτη της Τρ. Πειραιώς έρχεται να καταγράψει τη δομή του εγχώριου επιχειρείν και τις δυσμενείς συνθήκες ρευστότητας. Τα ευρήματά της καταδεικνύουν τόσο την ανάγκη εξάλειψης της αβεβαιότητας που προκαλούν οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση, όσο και την τεράστια σημασία της έγκαιρης αναδιάρθρωσης των επιχειρηματικών δανείων, για να πάρει «ανάσα» και να ξεφύγει από την κρίση ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ενώ το 77% των επιχειρήσεων συγκαταλέγονται στη βαθμίδα καλής και μεσαίας επίδοσης, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επιβαρύνεται από τον τραπεζικό δανεισμό και πάνω από τις μισές είναι ευάλωτες σε περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών.

Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη μελέτη είναι εντυπωσιακά και ενδεικτικά του κλίματος. Σε ποσοστό 14,3% οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, με τον δανεισμό να είναι κατά 3,8 φορές υψηλότερος των ιδίων κεφαλαίων και τον καθαρό δανεισμό κατά 24,5 φορές υψηλότερος του EBITDA. Σημειώνεται ότι τα EBITDA έχουν χαρακτηριστεί «κλειδί» για να κριθούν οι επιχειρήσεις «βιώσιμες» στη διαδικασία διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Μόλις το 8,4% εμφανίζει υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, υψηλή ρευστότητα και χαμηλό βαθμό μόχλευσης.

Πιο αναλυτικά, η μελέτη του  τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τρ. Πειραιώς (Ηλίας Λεκκός, Παρασκευή Βλάχου) αξιολογεί τις επιχειρήσεις με όρους ρευστότητας, αποδοτικότητας και φερεγγυότητας και τις χωρίζει σε τέσσερις κατηγορίες (a, b, c και d). Σκοπός της μελέτης είναι η κατασκευή ενός συστήματος αξιολόγησης των επιχειρήσεων – το Enterprise Rating System (ERS) – το οποίο να παρέχει μία ολιστική αποτύπωση της εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριότητας, με βάση τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις όπως προκύπτουν από την ανάλυση των λογιστικών καταστάσεων.

Κύριο χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων σήμερα είναι οι δυσμενείς συνθήκες ρευστότητας. Ο υπερδανεισμός, οι αρνητικές επιδόσεις σε ζημιές και τα αρνητικά ίδια κεφάλαια απειλούν την επιβίωσή τους. Στον αντίποδα, υπάρχει και η... καλή πλευρά του νομίσματος, ήτοι οι επιχειρήσεις που έχουν αντέξει στην κρίση, εμφανίζοντας κερδοφορία και ιδιαίτερα ικανοποιητική ρευστότητα.

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι ο τραπεζικός δανεισμός «πνίγει» ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο σημαντική την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης των επιχειρηματικών δανείων. Σχεδόν το 57% των επιχειρήσεων είναι πολύ ευάλωτες λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην εξυπηρέτηση του τραπεζικού δανεισμού, ενώ μόλις το 15,7% παρουσιάζει χαμηλή έκθεση σε δανεισμό και βαθμολογείται με υψηλό rating φερεγγυότητας.

Σοβαρά προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζει το 14,3% των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι τρέχουσες υποχρεώσεις υπερβαίνουν το κυκλοφορούν ενεργητικό, με τη γενική ρευστότητα  (κυκλοφορούν ενεργητικό/βραχυχρόνιες υποχρεώσεις) να διαμορφώνεται στις 0,8 μονάδες. Αυτές είναι κατά βάση ζημιογόνες, με το μέσο περιθώριο EBITDA να αγγίζει το -7,6%.

Στα επιμέρους στοιχεία, σε ποσοστό 28% εμφανίζουν αδυναμία εξυπηρέτησης των τρεχουσών αναγκών τους, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες ρευστότητας. Σημειώνεται ότι το 30% εμφανίζει ήπια ικανοποιητικές επιδόσεις στους σχετικούς δείκτες, που σημαίνει ότι αυτές οι επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης των συνθηκών.

Σε ότι αφορά την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων,  ήτοι την κερδοφορία και την αποδοτική λειτουργία των επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες αποδοτικότητας, πάνω από το 1/4 (26%) εμφανίζουν αρνητικό περιθώριο κέρδους κατά μέσο όρο και με μη αποδοτική απασχόληση των ιδίων κεφαλαίων. Ανάμεσά τους, μάλιστα, συγκαταλέγονται επιχειρήσεις με τόσο υψηλές συσσωρευμένες ζημιές που καταγράφουν αρνητικά ίδια κεφάλαια. Οι επιχειρήσεις που υπεραποδίδουν σε όρους αποδοτικότητας, επιτυγχάνοντας πολύ υψηλά περιθώρια κερδοφορίας αποτελούν μόλις το 6,4%.

Πάνω από το 1/5 των επιχειρήσεων αξιολογούνται με «d» σε επίπεδο φερεγγυότητας, ήτοι τη γενικότερη ικανότητα εξυπηρέτησης των συνολικών υποχρεώσεών τους (βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων). Αυτό σημαίνει ότι εμφανίζονται υπερμοχλευμένες, με πολύ υψηλό δανεισμό και με σημάδια αδυναμίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους. Πάνω από το 1/3 των επιχειρήσεων του δείγματος έχουν rating «c», με τα επίπεδα δανεισμού και μόχλευσης να αυξάνουν ακόμη περισσότερο. Παρόλα αυτά, όπως αντανακλάται από το βαθμό κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών, οι επιχειρήσεις αυτές κατά μέσο όρο διατηρούν ένα σχετικό επίπεδο εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.

Το ρομβοειδές σχήμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας

Ο αριθμός των επιχειρήσεων που εμπίπτει στο σύστημα αξιολόγησης ERS είναι 3.436, με κύκλο εργασιών 58,7 εκατ. ευρώ, EBITDA 5,6 εκατ. ευρώ, καθαρή κερδοφορία 1,1 εκατ. ευρώ, αλλά και με συνολικές υποχρεώσεις 53,9 εκατ. ευρώ, καθαρό δανεισμό 46,7 εκατ. ευρώ και χρηματοοικονομικές δαπάνες 1,8 εκατ. ευρώ.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, από την υιοθέτηση του ERS, η δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας προσομοιάζει με τη μορφή ενός ρομβοειδούς σχήματος. Οι περισσότερες επιχειρήσεις συγκεντρώνονται στη βαθμίδα «b» – καλής επίδοσης και «c» – μεσαίας επίδοσης, αποτελώντας το 36,4% και 40,8% του δείγματος αντίστοιχα. Τέλος, οι επιχειρήσεις που υπεραποδίδουν και συγκαταλέγονται στη βαθμίδα «a» είναι μόλις το 8,4% του δείγματος, ενώ αυτές που υποαποδίδουν και βρίσκονται στη χαμηλότερη βαθμίδα «d» αποτελούν το 14,3% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων.

Η μέση επιχείρηση της κατηγορίας «a» επιτυγχάνει υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, καθώς το περιθώριο EBITDA φθάνει στο 24,8% και η αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων το 20,6% κατά μέσο όρο. Ο βαθμός μόχλευσης είναι χαμηλός καθώς το χρέος αναλογεί σε μόλις το μισό των ιδίων κεφαλαίων.

Η μέση επιχείρηση της κατηγορίας «b» εμφανίζει χαμηλότερο αλλά ικανοποιητικό επίπεδο ρευστότητας, ενώ το περιθώριο EBITDA αγγίζει το 15,2%. Οι υποχρεώσεις υπρβαίνουν τα ίδια κεφάλαια κατά 1,3 φορές.

Η μέση επιχείρηση της κατηγορίας «c» σημειώνει χαμηλή επίτευξη αποδοτικότητας και κερδοφορίας και περιορισμένη ρευστότητα, ενώ το επίπεδο καθαρού δανεισμού είναι υψηλό και υπερβαίνει κατά 13,2 φορές το EBITDA. Χαμηλός ο βαθμός εξυπηρέτησης δανεισμού, με τις χρηματοοικονομικές δαπάνες να καλύπτονται από το EBITDA κατά 3,3 φορές.

Η μέση επιχείρηση της κατηγορίας «d» είναι κατά βάση ζημιογόνα, με το περιθώριο EBITDA στο -7,6%. Δύσκολες οι συνθήκες ρευστότητας, καθώς οι τρέχουσες υποχρεώσεις υπερβαίνουν το κυκλοφορούν ενεργητικό, ενώ ο δανεισμός είναι 3,8 φορές υψηλότερος των ιδίων κεφαλαίων και ο καθαρός δανεισμός κατά 24,5 φορές υψηλότερος του EBITDA.