Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όταν στο δ' τρίμηνο του 2009 άρχισε η απότομη άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων χρειάστηκαν μόνο λίγοι μήνες για να αποκλειστεί η Ελλάδα από τις αγορές και να φτάσουμε στην πόρτα του ΔΝΤ τον Απρίλιο του 2010 και όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση και χθες έλαβε χώρα μία εξέλιξη που δεν αποκλείεται να αποτελέσει ορόσημο για το πραγματικό τέλος της πολυετούς και καταστροφικής κρίσης κατά την οποία η χώρα απώλεσε πάνω από το 25% του ΑΕΠ της.
Μπορεί τους τελευταίους μήνες να έχουν γίνει… ρουτίνα τα ιστορικά χαμηλά στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε σημείο που πλέον δεν αποτελούν είδηση όμως το χθεσινό ρεκόρ ίσως μείνει στην ιστορία. Στις συναλλαγές της Πέμπτης 20/9 ήταν η πρώτη φορά που η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, του τίτλου αναφοράς για το κόστος δανεισμού της χώρας, υποχώρησε κάτω από το επίπεδο του 1,4% φτάνοντας έως το 1,38%.
Το 1,4% είναι το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη συμφωνία του Ιουνίου του 2018. Αυτό σημαίνει ότι για πρώτη φορά από τότε που η Ελλάδα αποκλείστηκε από τις αγορές και έμπλεξε στην περιπέτεια των μνημονίων, οι επενδυτές εμφανίζονται πρόθυμοι να δανείσουν το ελληνικό δημόσιο με επιτόκιο χαμηλότερο από το επιτόκιο που μας χρεώνουν οι δανειστές.
Εκτός από τις δεδομένες ανατροπές που φέρνει αυτή η εξέλιξη σε μέτωπα όπως η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και η συζήτηση για τη μείωση των πλεονασμάτων, αποτελεί και ορόσημο για την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και της στάσης που θα κρατήσουν στο εξής οι οίκοι αξιολόγησης. Σε ένα εντελώς υποθετικό σενάριο η Ελλάδα θα μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές και να αντικαταστήσει ολόκληρο το χρέος της με καλύτερους όρους. Αυτή η υποθετική δυνατότητα είναι που αλλάζει τις ισορροπίες και ασκεί πιέσεις στους οίκους αξιολόγησης ακόμη και για έκτακτες αναβαθμίσεις.
Επιπλέον, η μείωση της απόδοσης του 10ετούς συνδυάζεται με μερική αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των γερμανικών τίτλων, με αποτέλεσμα το spread να διαμορφώνεται πλέον στις 186 μονάδες βάσης, υποδεικνύοντας ότι οι ελληνικοί τίτλοι πλησιάζουν την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι προφανές ότι η σύγκριση με τα επιτόκια των δανειστών (ESM, EFSF, διακρατικά δάνεια) είναι στιγμιαία καθώς το 1,4% είναι εξασφαλισμένο για σχεδόν 2 δεκαετίες, ενώ τα επιτόκια στις αγορές μπορούν να μεταβληθούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω ανάλογα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό ή/και στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το ετήσιο μέσο σταθμικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους από 4% το 2010 και 4,54% το 2011 υποχώρησε στην περιοχή του 1,7% το 2014 και στο 1,61% το 2018. Τα επιτόκια στις αγορές ξεπερνούσαν το 10% το 2010 για να φτάσουν πάνω από το 36% το 2012 και στο 15% το 2015, αφού πρώτα είχαν πέσει κάτω από το 6% το 2014, ενώ στο τέλος του 2018 ήταν στο 4,4%.
Έως που μπορούν να φτάσουν τα ελληνικά ομόλογα και πόσο σύντομος μπορεί να είναι ο δρόμος για την «επενδυτική βαθμίδα»;
Όπως δηλώνει στο Liberal.gr η αναλύτρια της Capital Economics, Μέλανι Ντεμπόνο, είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί το κυνήγι των αποδόσεων στις αγορές από τη στιγμή που η νομισματική πολιτική αναμένεται να χαλαρώσει περαιτέρω στους επόμενους μήνες. Κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται να δούμε ακόμη μεγαλύτερη πτώση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας (ακόμη και στο 1%) και είναι προφανές ότι σε μία τέτοια περίπτωση μεγαλώνει διάπλατα το «παράθυρο ευκαιρίας» του ελληνικού δημοσίου για έξοδο στις αγορές.
Την ίδια ώρα, η αναλύτρια της Capital Economics, επισημαίνει τον κίνδυνο αύξησης των αποδόσεων στην περίπτωση που οι εμπορικές εντάσεις κλιμακωθούν και η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνει, προκαλώντας πτώση στα χρηματιστήρια παρόμοια με αυτή που σημειώθηκε στο δ' τρίμηνο του 2018. Στο σενάριο αυτό, ο οίκος τοποθετεί την απόδοση του ελληνικού 10ετούς στο τέλος του 2019 στο 1,75%. Ένας άλλος παράγοντας που θα κρίνει την πορεία των ομολόγων, σημειώνει η Μέλανι Ντεμπόνο, είναι το πώς θα εξελιχθούν οι συζητήσεις με τους δανειστές για τον προϋπολογισμό του 2020.