Στον ρυθμό του πληθωρισμού και των μεγαλύτερων ανατιμήσεων των τελευταίων δεκαετιών… χορεύουν αγορές και καταναλωτές. Οι αυξήσεις των τιμών από τα πρατήρια βενζίνης μέχρι τα σούπερ μάρκετ είναι πλέον μόνιμο και παγκόσμιο φαινόμενο.
Καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής και λειτουργίας, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να ανεβάσουν τις τιμές, που σημαίνει ότι επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο η ακρίβεια για τους καταναλωτές. Αποτέλεσμα είναι οι κεντρικές τράπεζες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Fed, να επιταχύνουν τις αυξήσεις των επιτοκίων, απειλώντας την οικονομική ανάπτυξη και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Από την άλλη, οι επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ανεβάσουν τις τιμές αρκετά βλέπουν τα περιθώρια κέρδους να συρρικνώνονται δραματικά.
Την ίδια ώρα, οι αγορές προσπαθούν να χωνέψουν ότι ο πληθωρισμός δεν μπορεί να πέσει εύκολα και γρήγορα, γεγονός που θα αναγκάσει τη Fed να αυξήσει ταχύτερα από το αναμενόμενο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια. Κάπως έτσι συντηρείται ένας φαύλος κύκλος που μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε ύφεση και να προκαλέσει τεράστιες απώλειες εισοδήματος για τα νοικοκυριά.
Στα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ που δημοσιεύθηκαν μέσα στην εβδομάδα κρύβονται μεγάλες αλήθειες για το τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία. Εκτός από τη μέτρηση που έδειξε τον πληθωρισμό στο 8,3% τον Απρίλιο, επίπεδο που παραμένει υψηλό 40 ετών (έναντι 8,5% τον Μάρτιο), ενδιαφέρον έχουν και τα όσα δηλώνουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις.
Μέσα στο τελευταίο τρίμηνο 7 στις 10 επιχειρήσεις στην Αμερική προχώρησαν σε αυξήσεις τιμών, ενώ 1 στις 2 δηλώνουν ότι ετοιμάζουν νέες ανατιμήσεις το επόμενο τρίμηνο. Από τη μικρότερη έως τη μεγαλύτερη, οι επιχειρήσεις πιστεύουν ότι τους… παίρνει να συνεχίσουν άλλο λίγο τις αυξήσεις, που σημαίνει ότι η μείωση του πληθωρισμού στο 2% μοιάζει όνειρο απατηλό.
Το 70% των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι αύξησαν τις τιμές το τελευταίο τρίμηνο είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στα 47 χρόνια που διενεργείται η συγκεκριμένη έρευνα στην αμερικανική αγορά. Το 46% των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι θα αυξήσει τις τιμές είναι το έκτο υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της έρευνας.
Ο συνδυασμός αυτός επιτρέπει ορισμένες εκτιμήσεις. Πρώτον, οι επιχειρήσεις πιστεύουν ότι πρέπει να αυξήσουν περισσότερο τις τιμές, αντανακλώντας έτσι τις εκτεταμένες πληθωριστικές πιέσεις, κάτι που αφορά όλους τους κλάδους και όλα τα μεγέθη εταιρειών. Δεύτερον, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις που θέλουν τον πληθωρισμό να κορυφώνεται σύντομα (από τον Μάιο στις ΗΠΑ, έως τον Ιούλιο στην Ευρώπη), είναι πάρα πολύ δύσκολο να δούμε τις τιμές να υποχωρούν στο ορατό μέλλον.
Ίσως ο πιο σημαντικός τομέας για τα νοικοκυριά είναι τα τρόφιμα. Η ING εκτιμά ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα θα διαμορφωθεί στο 6% στο β’ εξάμηνο του έτους στην Ευρωζώνη, την ώρα που ευρωπαϊκοί κολοσσοί όπως η Nestle, η Unilever και η Danone έχουν ήδη επικοινωνήσει ότι θα προχωρήσουν σε αυξήσεις για να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους. Και αυτό γιατί οι τιμές των εμπορευμάτων παρέμειναν σε ιστορικά υψηλά τον Απρίλιο και οι εν λόγω επιχειρήσεις πιστεύουν ότι το κόστος πρώτων υλών θα ανέβει το 2022 κατά 10% με 15%. Επομένως, δεν έχουμε δει ακόμη τις τιμές των τροφίμων να φτάνουν στο υψηλότερο σημείο τους.
Στο μεταξύ, Τουρκία και Αργεντινή εμφανίζουν τον υψηλότερο πληθωρισμό τροφίμων από τις χώρες του G20, στο 60%-70%, ενώ τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής και κάποιες της Μέσης Ανατολής, όπου δεν αποκλείεται να σημειωθούν μεγάλες ελλείψεις.
Η εξασθένηση του φαινομένου - όταν δηλαδή αρχίσουν οι τιμές να αυξάνονται σε ετήσια βάση ολοένα και λιγότερο - θα είναι πάρα πολύ αργή και θα επιτευχθεί μόνο υπό δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι να βελτιωθούν σημαντικά οι συνθήκες στη λειτουργία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων και η δεύτερη να υπάρξει σοβαρή αποκλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων.
Με τα σημερινά δεδομένα και με ελάχιστη ορατότητα τόσο ως προς τη διάρκεια των lockdown στην Κίνα που συντηρούν τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, όσο και ως προς τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης, το βασικό σενάριο θέλει τον πληθωρισμό να υποχωρεί στο 2% στο τέλος του 2023.
Το ερώτημα παραμένει για επενδυτές και καταναλωτές: Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να ρίξουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν ύφεση και πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης; Σύμφωνα με τον Τζον Γουίλιαμς, πρόεδρο της Fed Νέας Υόρκης, ο στόχος της ομαλής προσγείωσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί αλλά όχι ακατόρθωτο. Όσο για την επισιτιστική κρίση, αυξάνονται συνεχώς οι προειδοποιήσεις, όπως του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς και του προέδρου της Αργεντινής, Αλμπέρτο Φερνάντες.