Οι αντίθετοι άνεμοι στην παγκόσμια οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Οι αντίθετοι άνεμοι στην παγκόσμια οικονομία

H μητέρα των αγορών μέχρι στιγμής δίνει μια συμπαθή αντίδραση από τη ζώνη των 4640-4680 μονάδων, το άνω μέρος της οποίας τέσταρε την προηγούμενη εβδομάδα.

Αντίθετα η Ευρώπη δείχνει αδυναμία να απομακρυνθεί δυναμικά από το κρίσιμο τεχνικό σημείο του μέσου κινητού όρου των 30 ημερών, με τον γερμανικό δείκτη Dax να έχει δώσει ήδη δύο ενδοσυνεδριακές διατρήσεις και τον γαλλικό δείκτη Cac 40 να τον έχει ήδη διασπάσει καθοδικά.

Η αλήθεια είναι ότι η τεχνική εικόνα συνεπικουρείται απόλυτα από τα μακροοικονομικά στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής αυτή την εβδομάδα.

Βλέπετε, παρά το γεγονός ότι όλες οι αγορές κατά βάση είναι προσανατολισμένες στην ανακοίνωση των στοιχείων για τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Δεκεμβρίου στις ΗΠΑ την Πέμπτη και τον δείκτη τιμών παραγωγού την Παρασκευή, μετρήσεις που μπορεί να εκτοξεύσουν ή να βυθίσουν τα στοιχήματα για μείωση των επιτοκίων από τη Fed την φετινή άνοιξη, τα υπόλοιπα μακροοικονομικά στοιχεία αυτής της εβδομάδας έχουν επίσης το δικό τους σημαντικό αφήγημα.

Το αφήγημα αυτό δεν είναι άλλο από τη διαφορετική δυναμική ανάπτυξης και πληθωρισμού ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Σύμφωνα με αυτό, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ηγούνται της ανάπτυξης και να υπαγορεύουν τον ρυθμό των κινήσεων των επιτοκίων παγκοσμίως, ενώ η ανάκαμψη της Ευρώπης θα παραμείνει αναιμική. (σ.σ: Περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε στον επενδυτικό οδηγό του 2024 εδώ).

Δείτε τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα για την ατμομηχανή της Ευρώπης: H γερμανική βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε απροσδόκητα τον Νοέμβριο, κατά 0,7% σε σχέση με τον Οκτώβριο, με κύριο οδηγό τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τα ενδιάμεσα αγαθά.

Πρόκειται για την έκτη συνεχόμενη μηνιαία πτώση ενώ σε ετήσια βάση εμφάνισε τη μεγαλύτερη πτώση (-4,8%, εκτίμηση: -4%) από τον Φεβρουάριο του 2021!

Σημειωτέον ότι η μέτρηση ήταν κάτω από τις προβλέψεις των οικονομολόγων σε έρευνα του Bloomberg, οι οποίοι είχαν προβλέψει αύξηση 0,3%.

Η μέτρηση ήταν τόσο απογοητευτική που «έκαψε» την πρόοδο στον δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη, η οποία αυξήθηκε τον Δεκέμβριο στις 96,4 μονάδες (εκτίμηση: 94,2) από 94 τον Νοέμβριο, ελαφρώς υψηλότερα του μέσου όρου δώδεκα μηνών (96,2).

Απογοητευτικά άλλωστε ήταν τα νέα και από τον δείκτη επενδυτικής εμπιστοσύνης Sentix , ο οποίος μπορεί να ενισχύθηκε τον Ιανουάριο στις - 15,8 μονάδες (μέσος όρος δώδεκα μηνών: -16,2) από -16,8 τον Δεκέμβριο, αλλά τα νούμερα αυτά σαφώς παραμένουν προβληματικά.

Αντίθετα, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι μακροοικονομικές ειδήσεις εμπνέουν περισσότερη αισιοδοξία.

Αν και την Πέμπτη θα ανακοινωθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο, εντούτοις ο δείκτης N. York Fed πληθωριστικών προσδοκιών ενός έτους που ανακοινώθηκε στις αρχές της εβδομάδας κινήθηκε τον Δεκέμβριο στο 3% έναντι 3,4% τον Νοέμβριο.

Πρόκειται για χαμηλό σχεδόν τριών ετών, εξέλιξη που συμβαδίζει με την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, ενώ την ίδια στιγμή οδήγησε το μέλος της Fed, Michelle Bowman να αλλάξει την επίμονα επιθετική άποψή της για τα επιτόκια, δηλώνοντας ότι βλέπει τώρα τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ ως «αρκετά περιοριστική» και είναι πρόθυμη να υποστηρίξει ενδεχόμενες μειώσεις των επιτοκίων καθώς υποχωρεί ο πληθωρισμός.

Αν και η Bowman έσπευσε να διευκρινήσει ότι παραμένει σε επαγρύπνηση για κινδύνους που θα μπορούσαν να ωθήσουν τον πληθωρισμό προς τα πάνω – συμπεριλαμβανομένης της γεωπολιτικής, μιας πρόσφατης χαλάρωσης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και της στενότητας της αγοράς εργασίας που θα μπορούσε να κρατήσει τον πληθωρισμό των υπηρεσιών πολύ υψηλό- δεν παύει να έχει κάνει στροφή σχεδόν 180 μοιρών καθώς μέχρι πρότινος υποστήριζε μια ακόμη αύξηση των επιτοκίων.

Αν τα στοιχεία της Πέμπτης για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ είναι ικανοποιητικά, γίνεται κατανοητό ότι τα στοιχήματα για μείωση των επιτοκίων τη φετινή άνοιξη θα εκτοξευτούν.

Αυτή τη στιγμή σύμφωνα με το εργαλείο FedWatch του CME οι αγορές δίνουν πιθανότητα 62,7% η Fed να κόψει τα επιτόκια της κατά τουλάχιστον 25 μονάδες βάσης τον Μάρτιο. Βέβαια αν απογοητεύσουν, η επόμενη μέρα για τις αγορές θα είναι δύσκολη.

Το καμπανάκι από την Παγκόσμια Τράπεζα

Η έτήσια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές το 2024 θα μπορούσε να πει κανείς ότι «γείωσε» το κλίμα στις αγορές, καθώς δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την πορεία της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, η ανάπτυξη της οποίας μετά από μια απότομη επιβράδυνση το 2022 και νέα μείωση πέρυσι, αναμένεται να συρρικνωθεί εκ νέόυ για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.

Η Παγκόσμια Τράπεζα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη οδεύει να καταγράψει το χειρότερο εξάμηνο των τελευταίων 30 ετών, με το υψηλότερο κόστος δανεισμού και τις γεωπολιτικές εντάσεις να επιβαρύνουν την παραγωγή και το εμπόριο, ενώ υπογραμμίζει το υψηλό χρέος και τα υψηλά ποσοστά φτώχειας των αναπτυσσομένων χωρών.

Σύμφωνα με την έκθεση, αφού ανέκαμψε απότομα το 2021 από την κρίση της πανδημίας, η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3% το 2022, υποχώρησε σε ρυθμό 2,6% πέρυσι και αναμένεται να σημειώσει ένα χλιαρό 2,4% φέτος.Τα ποσοστά αυτά υπολείπονται του μέσου όρου του 3,1% για τη δεκαετία του 2010.

Για το 2025 δε προβλέπεται η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας να είναι στο 2,7%, χαμηλότερα από το 3% που προέβλεπε η αντίστοιχη έκθεση τον Ιούνιο, λόγω της αναμενόμενης επιβράδυνσης μεταξύ των προηγμένων οικονομιών.

Η Παγκόσμια Τράπεζα βλέπει και αυτή το προβάδισμα των ΗΠΑ καθώς προβλέπει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναπτυχθούν με ρυθμό 1,6% φέτος, περίπου δύο φορές πιο γρήγορα από την Ευρώπη ή την Ιαπωνία.(σ.σ: Nα σημειώσουμε ότι τον Ιούνιο οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανάπτυξη των ΗΠΑ το 2024 ήταν ακριβώς κατά 50% χαμηλότερες).

Η Ευρωζώνη προβλέπεται να αναπτυχθεί φέτος στο 0,7%, αφού οι υψηλές τιμές της ενέργειας οδήγησαν σε ανάπτυξη μόλις 0,4% το 2023. (σ.σ: Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες προκάλεσαν μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες στις προοπτικές της Ευρωζώνης για το 2024 από τις προβλέψεις του Ιουνίου).

Η Κίνα αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 4,5%, χαμηλότερα από το εκτιμώμενο 5,2% πέρυσι, καθώς εξασθενεί η επαναλειτουργία της μετά την άρση των μέτρων για την Covid-19. Αν οι εκτιμήσεις επαληθευτούν, θα πρόκειται για την πιο αργή ανάπτυξή εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες, εκτός των ετών 2020 και 2022 που επηρεάστηκαν από την πανδημία.

Αν δε συνεχιστεί η αναταραχή στον τομέα των ακινήτων, η ανάπτυξη του 2025 εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί περαιτέρω στο 4,3%.

Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο επικεφαλής οικονομολόγος και ανώτερος αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Indermit Gill, αν δεν υπάρξει σημαντική διόρθωση στην πορεία, η δεκαετία του 2020 θα καταγραφεί ως μια δεκαετία χαμένων ευκαιριών.

Ο αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ayhan Kose, πρόσθεσε ότι «Αυτό θα καταστήσει την ανάπτυξη ασθενέστερη την περίοδο 2020-2024 από ό,τι κατά τη διάρκεια των χρόνων γύρω από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις υφέσεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000».

Ξαναδιαβάζοντας κανείς την παραπάνω παράγραφο ομολογουμένως βλέπει την ανάληψη ρίσκου τη φετινή χρονιά με άλλο μάτι.

Όσον αφορά δε τις αναπτυσσόμενες χώρες η έκθεση είναι εξαιρετικά δυσοίωνη.

Στο ένα τέταρτο των αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου, οι άνθρωποι είναι σήμερα φτωχότεροι από ό,τι ήταν πριν από την πανδημία. Πρόκειται για στοιχείο «γροθιά στο στομάχι».

Η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και η αύξηση του κόστους δανεισμού είχε ως αποτέλεσμα η μέση ετήσια ανάπτυξη για τις αναπτυσσόμενες χώρες από το 2020 και μετά να είναι μόλις 3,9% ετησίως, ήτοι μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη από την προηγούμενη δεκαετία.

Καθώς η οικονομική δραστηριότητα συγκρατείται από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις, οι στόχοι της Παγκόσμιας Τράπεζας για τον τερματισμό της ακραίας φτώχειας έως το 2030 καθίστανται ουτοπικοί, με τον Gill να σημειώνει ότι: «Η βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη θα παραμείνει αδύναμη, αφήνοντας πολλές αναπτυσσόμενες χώρες -ιδιαίτερα τις φτωχότερες- κολλημένες σε μια παγίδα, με παραλυτικά επίπεδα χρέους και ισχνή πρόσβαση σε τρόφιμα για σχεδόν έναν στους τρεις ανθρώπους» .

Όσον αφορά δε τις προηγμένες οικονομίες η κύρια ανησυχία μετατοπίζεται από τον πληθωρισμό στην παραγωγή και την απότομη πτώση των επενδυτικών δαπανών, οι οποίες τρέχουν μόλις με το μισό του μέσου ρυθμού που παρατηρήθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Μακροπρόθεσμα, η επιβράδυνση της ανάπτυξης αποτελεί πρόβλημα τόσο για τις προηγμένες οικονομίες όσο και για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος.

Μια δεκαετία χαμένων ευκαιριών(;)

Σύμφωνα με την έκθεση, οι ρυθμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και μέχρι το τέλος του 2024, οι άνθρωποι σε περίπου μία στις τέσσερις αναπτυσσόμενες χώρες και το 40% των χωρών χαμηλού εισοδήματος θα είναι φτωχότεροι από ό,τι ήταν το 2019, πριν από την πανδημία.

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ένας τρόπος για την τόνωση της ανάπτυξης, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα ήταν η επιτάχυνση των ετήσιων επενδύσεων ύψους 2,4 τρισ. δολαρίων που απαιτούνται για τη μετάβαση σε καθαρή ενέργεια και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

Αν οι επενδύσεις επιταχυνθούν κατά τουλάχιστον 4% ετησίως, τότε θα ενισχύσουν την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, την παραγωγή της μεταποίησης και των υπηρεσιών και θα βελτιώσουν τη δημοσιονομική θέση των χωρών.

Βέβαια η επίτευξη τέτοιων επιταχύνσεων επενδύσεων απαιτεί ολοκληρωμένες και συντονισμένες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των μεταρρυθμίσεων για την επέκταση του διασυνοριακού εμπορίου και των χρηματοοικονομικών ροών όσο και των βελτιώσεων στα πλαίσια της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Δυστυχώς, ειδικά στο θέμα του διασυνοριακού εμπορίου, είμαστε ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.