Του Γιώργου Φιντικάκη
Δεν είναι λόγος πανηγυρισμού αλλά προβληματισμού για τον υγιή επιχειρηματικό κόσμο η κυβερνητική εξαγγελία «για κάθε ευρώ φόρου, και ένα ευρώ φοροαπαλλαγής».
Δεν είναι επίσης σαφές κατά πόσο το σχήμα «ούτε ένα ευρώ παραπάνω λιτότητα» αφορά στη μεσαία τάξη, τους ενεργούς εργαζόμενους και τις παραγωγικές επιχειρήσεις ή «τους φτωχούς» όπως είπε ο Γιάννης Δραγασάκης, διαμηνύοντας ότι κάτι τέτοιο θα αποτελέσει αιτία πολέμου με το ΔΝΤ.
Σε μια στιγμή που η οικονομία μοιάζει με το Survivor, όπου κάθε τόσο κλείνει και μια επιχείρηση δίχως να μπαίνει στο παιχνίδι καινούργια, η αγορά βλέπει πίσω από τις τελευταίες κυβερνητικές δηλώσεις, τον κίνδυνο μιας νέας αναδιανομής πλούτου. Όπου το κράτος θα εισπράττει ολοένα και περισσότερους φόρους από όσους παράγουν, και θα τους διανέμει σε εκείνους που το ίδιο επιλέγει.
Και ενώ η οικονομία έχει περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη από επενδύσεις, ο κ. Δραγασάκης προαναγγέλλοντας σύγκρουση με το ΔΝΤ, δεν βοηθά στη βελτίωση του κλίματος, ούτε στέλνει το μήνυμα ότι θα κλείσει η περιβόητη αξιολόγηση, που αποτελεί ορόσημο για όλους τους επιχειρηματίες.
Η ειρωνεία είναι ότι τα λόγια αυτά προέρχονται και από εκείνη την μερίδα του επιχειρηματικού κόσμου που είχε πιστέψει στο περυσινό κυβερνητικό αφήγημα ότι μέχρι το τέλος του 2016, θα έκλειναν η αξιολόγηση και η συμφωνία για το χρέος, έπειτα θα μπαίναμε στην ποσοτική χαλάρωση, και το επενδυτικό κλίμα θα γύρναγε.
Οι ίδιοι τώρα άνθρωποι βλέπουν ότι η ευκαιρία γρήγορης ένταξης στο QE χάνεται, ότι μέχρι αυτό να γίνει τα σημάδια οικονομικής παράλυσης θα πολλαπλασιάζονται, και ότι θα χρειαστεί διπλή και τριπλή προσπάθεια εκ μέρους μας για να βελτιωθεί το κλίμα και να τονωθεί η ρευστότητα.
Σαν άρρωστος που πάσχει από Αλτσχάιμερ
Στον επιχειρηματικό κόσμο παρομοιάζουν τον παραγωγικό ιστό της χώρας με άρρωστο που πάσχει από Αλτσχάιμερ, και που χάνει πυκνά-συχνά την μνήμη του. Στην αρχή δεν φαίνεται σαν κάτι το δραματικό, σταδιακά ωστόσο η λειτουργία του μυαλού αρχίζει να παρουσιάζει διαλείψεις.
Τέτοιες διαλείψεις παθαίνει όλο και συχνότερα η παραγωγική οικονομία που παίζει ένα παιχνίδι συντήρησης, ελπίζοντας ότι θα έρθει η ανάκαμψη, αλλά λες και πρόκειται για το Survivor, χάνει στην διαδρομή και από μια – δύο επιχειρήσεις, δίχως να αντικαθίστανται από άλλες καινούργιες. Αν και δεν είναι μια κατάσταση που θα οδηγήσει άμεσα σε κατάρρευση από την μια ημέρα στην άλλη, εντούτοις θα έρθει κάποια στιγμή, που με ένα απλό σκούντημα, θα σπάσει σαν ραγισμένο γυαλί.
Σε αυτή την οικονομία είναι που η κυβέρνηση μιλά για τον δημοσιονομικό κανόνα "ένα προς ένα" ισοδύναμων μέτρων. «Δεν αρκεί η δημοσιονομική ουδετερότητα, το περάσαμε προ πολλού αυτό το στάδιο, τώρα θέλουμε αποκλιμάκωση των φόρων, όχι παγίωση της υπερφορολόγησης», σχολιάζει στέλεχος της αγοράς.
Ο επιχειρηματικός κόσμος δεν πανηγυρίζει. Ξέρει ότι όσο δεν θα ομαλοποιείται η κατάσταση της οικονομίας, τόσο θα δυσκολεύει η εξεύρεση ενός "λευκού ιππότη" για χιλιάδες εταιρείες με κακή διαχείριση ή πολλές αμαρτίες από το παρελθόν, που περιμένουν να σκάσουν.
Βλέπει ότι στις αποκρατικοποιήσεις τίποτα δεν προχωρά, τίποτα δεν ολοκληρώνεται, νέα προσκόμματα και "πονηρές" συμπτώσεις ή τρικλοποδιές εμφανίζονται από το πουθενά (Ελληνικό, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, αεροδρόμια), και ότι είναι πασιφανές πως η κυβέρνηση έχει κατεβάσει τα μολύβια.
Γνωρίζει ότι τα ελληνικά επιτόκια παραμένουν 3 και 4 μονάδες πάνω από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, και ότι όσο δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στην οικονομία, τόσο και η χρηματοδότηση θα είναι προβληματική.
Ξέρει επίσης ότι πλην των λιγοστών σοβαρών και μετριοπαθών ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί στην κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα της κατάστασης, γι' αυτό και όλοι συνιστούν υπομονή. Σαν να πιστεύουν ότι αφού μέχρι τώρα έχει αντέξει το σύστημα, άρα θα αντέξει κι άλλο. Αλλά αυτό είναι εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα. Όσο αυθαίρετη είναι και η προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει ότι η οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, αφού την διαψεύδουν τα ίδια τα επίσημα στοιχεία.
Υπάρχει όμως και ένας "κρυφός" κίνδυνος, τον οποίο γνωρίζουν όσοι συνομιλούν με το εξωτερικό. Είναι ότι όσο παρατείνεται η αβεβαιότητα με την αξιολόγηση, τόσο αυξάνεται στα μάτια κάθε τρίτου, επενδυτή και μη, το έλλειμμα αξιοπιστίας συνολικά όσων από κοινού χειρίζονται το ελληνικό πρόγραμμα. Το κόστος από δηλώσεις σαν αυτές του κ. Δραγασάκη δεν μπορεί ακόμη να αποτιμηθεί, θα αποτυπωθεί στα επίσημα στοιχεία του χρόνου, και τότε θα γίνει κατανοητό και με νούμερα ότι και το 2017, αποδείχθηκε σε μεγάλο του μέρος, μια ακόμη χαμένη χρονιά για την οικονομία.