Σε σημαντική μείωση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος οδηγεί η σημαντική παρουσία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα, προς όφελος νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αναφέρουν σε κοινή τους ανακοίνωση οι φορείς των ΑΠΕ.
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, το γεγονός ότι οι τιμές της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς, οι οποίες είναι πράγματι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, δεν συνδέονται αναλογικά με τις χαμηλότερες τιμές της λιανικής οφείλεται σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις ΑΠΕ ή με τον τρόπο αποζημίωσής τους.
Αναλυτικά η ανακοίνωση αναφέρει τα εξής:
«Το τελευταίο διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας απόψεις που θέλουν το ύψος των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα να είναι γενικώς το υψηλότερο σε σχέση με τις τιμές του ρεύματος στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Εξ αυτού συνάγουν αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες τελικοί καταναλωτές - πρωτίστως τα νοικοκυριά και η βιομηχανία, άλλα και ο πρωτογενής τομέας όπως και αυτός των υπηρεσιών - υφίστανται ένα «δυσβάστακτο κόστος», που προέρχεται από την παραγωγή ενέργειας και ιδιαίτερα από τις ΑΠΕ και «υποσκάπτει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας».
Δεδομένης της εξαιρετικής σημασίας των ΑΠΕ για την ενεργειακή μετάβαση και την πράσινη ανάκαμψη στη χώρα μας επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1. Με βάση επίσημα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας απολαμβάνει από αρκετά έως σημαντικά χαμηλότερες τιμές ρεύματος σε σχέση με τις αντίστοιχες κατηγορίες άλλων κρατών – μελών της ΕΕ και τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στα Νοικοκυριά, που αντιπροσωπεύουν αριθμητικά τη σχετική πλειοψηφία των καταναλώσεων στη χώρα μας και απορροφούν το 33% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως, οι τιμές του ρεύματος είναι ξεκάθαρα χαμηλότερες του Ευρωπαϊκού μέσου όρου και αρκετά πιο κάτω από το τιμολογούμενο κόστος στη Γερμανία, την Ιταλία, την Γαλλία, αλλά και τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Αυστρία.
Αλλά και στους Μη Οικιακούς καταναλωτές, κατηγορία στην οποία ανήκει η μεγάλη πλειονότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι επαγγελματίες, κλπ στην Ελλάδα και αντιπροσωπεύει το 46% της ετήσιας κατανάλωσης στη χώρα, η εικόνα παραμένει ίδια. Και σ’ αυτή την κατηγορία οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες σε σχέση με το μέσο όρο των Κρατών-Μελών της ΕΕ και σίγουρα αρκετά πιο κάτω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες.
2. Οι ΑΠΕ μειώνουν σημαντικά την Οριακή Τιμή Συστήματος, δηλαδή την τιμή της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προς όφελος των Ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων
Όπως είναι ευρέως γνωστό και έχει τεκμηριωθεί από πλήθος έγκυρων και εξειδικευμένων μελετών τα τελευταία χρόνια (ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΙΟΒΕ, κ.ά.) η συμμετοχή έργων ΑΠΕ στην αγορά μειώνει την Οριακή Τιμή Συστήματος, δηλαδή το χονδρεμπορικό κόστος του ρεύματος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την περίοδο 2016-2018 η μεσοσταθμική μείωση της ΟΤΣ χάρη στις ΑΠΕ, υπολογισμένη με πραγματικά δεδομένα από την λειτουργία του μηχανισμού χρέωσης προμηθευτών ήταν 13 €/MWh και περιορίστηκε για ρυθμιστικούς λόγους στα 7,5 €/MWh με την εφαρμογή ωριαίου πλαφόν που επέβαλε η ΡΑΕ.
Αποτέλεσμα της μείωσης της ΟΤΣ είναι να απολαμβάνουν οι Προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλότερες τιμές αγοράς και να τους δίνεται η δυνατότητα να μετακυλίσουν (λόγω ανταγωνισμού) τις τιμές αυτές στα τιμολόγια των πελατών τους, δηλαδή των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το γεγονός ότι οι τιμές της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς, οι οποίες είναι πράγματι από τις υψηλότερες στην ΕΕ, δεν συνδέονται αναλογικά με τις χαμηλότερες τιμές της λιανικής οφείλεται σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις ΑΠΕ ή με τον τρόπο αποζημίωσής τους.
Ενδεικτικά αναφέρονται το μίγμα και η ποιότητα της ελληνικής θερμικής παραγωγής, οι συντελεστές κόστους της παραγωγής αυτής (καύσιμο, παλαιότητα μονάδων, κόστος δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων), η ισχνή παρουσία καθετοποιημένων παικτών (πλην ΔΕΗ) που δύνανται να ανακτούν τα κόστη παραγωγής από διαφορετικές αγορές, οι περιορισμένες έως σήμερα διεθνείς διασυνδέσεις και η αρχιτεκτονική και ρύθμιση της σημερινής χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού.
Υπενθυμίζεται τέλος ότι οι ΑΠΕ, πέραν της μείωσης του κόστους παραγωγής ενέργειας, δημιουργούν σημαντική προστιθέμενη αξία, διατηρούν υφιστάμενες και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, τονώνουν την περιφερειακή ανάπτυξη και προσφέρουν ανταποδοτικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, απεξαρτούν τη χώρα από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, βελτιώνουν το εμπορικό ισοζύγιο, μειώνουν τους αέριους ρύπους και προστατεύουν το περιβάλλον.