Πίσω από την πρόσφατη αύξηση των τιμών των Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών τραπεζών βρίσκεται η προσδοκία της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες μέσα στο 2022. Το υψηλότερο κόστος χρήματος θα βάλει μεν σε αναθεώρηση το ασφάλιστρο κινδύνου των χρηματιστηριακών αγορών αλλά η επίπτωσή του δεν θα είναι καθολικά αρνητική. Οι τράπεζες σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων έχουν λιγότερες επιλογές τιμολόγησης αφού η συμπίεση του κόστους των καταθέσεων δεν ακολουθεί γραμμικά τη μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων.
Στην πρόσφατη ανακοίνωση του περυσινού Νοεμβρίου από την Τράπεζα το μέσο spread καταθέσεων/χορηγήσεων διαμορφώθηκε για τις ελληνικές τράπεζες στο 3,68% για τα νέα δάνεια και είναι η χαμηλότερη τιμή από το Δεκέμβριο του 2013 όταν είχε υποχωρήσει στο 3,31%. Οι καταθέσεις όψεως από το Δεκέμβριο του 2017 υποχώρησαν από το 0,10% στο 0,03% ενώ οι καταθέσεις προθεσμίας ενός έτους από το 0,61% έπεσαν στο 0,14% παρουσίασαν δηλαδή μεσοσταθμικά μείωση 24 μονάδων βάσης υπολογίζοντας και τη βαρύτητα των λογαριασμών στο μίγμα. Στην ίδια περίοδο η μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων προσεγγίζει τις 100 μονάδες βάσης. Η διαφορά του 0,75% στο επιτοκιακό περιθώριο μεταφράζεται με βάση τα τρέχοντα δεδομένα σε έσοδα 1,1 δις ευρώ για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και ισοδυναμεί περίπου με ένα τρίμηνο παραγωγής τόκων.
Κοιτάζοντας επιμέρους: Alpha Bank και Eurobank έχουν τα μεγαλύτερα ενήμερα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια δανείων (36 δις ευρώ χωρίς τις προβλέψεις) έχοντας ένα μικρό προβάδισμα έναντι των υπολοίπων. Στην Alpha Bank το μέσο spread βρίσκεται στις 323 μονάδες βάσης από 403 μονάδες το Σεπτέμβριο του 2015 σε μια καθαρά καθοδική τροχιά. Στην Eurobank το spread για το ελληνικό κομμάτι βρίσκεται στις 273 μονάδες από 378 το Σεπτέμβριο του 2015. Στην Εθνική Τράπεζα από 354 μονάδες το 2015 το spread υποχώρησε στις 302 μονάδες. Η Τράπεζα Πειραιώς τέλος από τις 366 μονάδες βάσης η διαφορά επιτοκίων καταθέσεων/χορηγήσεων έπεσε στις 300 μονάδες. Οι διαφορές που παρατηρούνται από τράπεζα σε τράπεζα έχουν να κάνουν με τη σύνθεση των χαρτοφυλακίων (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά) το οποίο αποτελεί και παράγοντα ρίσκου στην εμφάνιση καθυστερήσεων και την εμπράγματη κάλυψη των προβλέψεων.
Φυσικά, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα επιστρέψουν άμεσα στα μεγέθη του 2015 είναι όμως χρήσιμη η κατανόηση της επίδρασης της περιόδου χαμηλών επιτοκίων που μεσολάβησε. Το κυριότερο ζητούμενο είναι ότι αυτή η τάση φθοράς των εσόδων από τόκους ανακόπτεται μέσα στο 2022. Πιθανότατα το spread θα αρχίσει να ανακάμπτει στη νέα παραγωγή χορηγήσεων δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν επαρκή ρευστότητα στους ισολογισμούς τους, δεν χρειάζεται δηλαδή να βγουν να μαζέψουν καταθέσεις με υψηλότερο κόστος:
Η σχέση δανείων με καταθέσεις στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2021 βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, μόλις στο 66% καθιστώντας τις ελληνικές τράπεζες υπομοχλευμένες. Πολλά θα εξαρτηθούν και από την ταχύτητα της αντιστροφής της καμπύλης των επιτοκίων, μια εξέλιξη που θα αυξήσει πιο γρήγορα τα έσοδα από τόκους. Όπως και να έχει η αλλαγή πλεύσης στα επιτόκια θα υποστηρίξει το οργανικό εισόδημα των τραπεζών ενισχύοντας το επαναλαμβανόμενο κομμάτι της κερδοφορίας τους μεσοπρόθεσμα.
Εξέλιξη του spread καταθέσεων/χορηγήσεων στην Ελλάδα από το 2010
Πηγή: ΤτΕ
-- Κόστος χορηγήσεων
-- Κόστος καταθέσεων προθεσμίας
-- Μέσο κόστος συνόλου καταθέσεων
-- Κόστος καταθέσεων όψεως