Οι Έλληνες μαθαίνουν να… μισούν τα χρέη;

Οι Έλληνες μαθαίνουν να… μισούν τα χρέη;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Οι Έλληνες πολίτες έχουν απηυδήσει από τα τεράστια χρέη άνω των 220 δισ. ευρώ (δάνεια, εφορία, ταμεία) που καλούνται να εξυπηρετήσουν και πλέον κάθε έννοια νέου δανεισμού και γενικότερα οφειλής τους προκαλεί αποστροφή. Αυτό είναι, σύμφωνα με αναλυτές, ένα από τα  βασικά στοιχεία που αναδύονται από την πολυετή κρίση και την ασφυκτική κατάσταση που επικρατεί στην πραγματική οικονομία.

Πρόκειται για πτυχή με αισιόδοξη… χροιά – αν αναλογιστούμε τις συνθήκες άκρατου δανεισμού των περασμένων δεκαετιών - την ώρα που το ιδιωτικό χρέος υπερβαίνει κατά πολύ την οικονομική παραγωγή της χώρας. Η αλλαγή αυτή που, φαινομενικά τουλάχιστον, συντελείται στην ελληνική κοινωνία έχει πολλές προεκτάσεις, αγγίζοντας διάφορους τομείς, από τον τραπεζικό κλάδο μέχρι το λιανεμπόριο.

Επίσης, το συγκεκριμένο στοιχείο καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη αποπληρωμής των 6,7 δισ. ευρώ που οφείλει το ίδιο το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Διότι τα χρήματα αυτά εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν μία καθοριστικής σημασίας ανάσα ρευστότητας που θα «αγγίξει» το σύνολο της οικονομίας, καθώς μέσω αυτής, νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα… κλείσουν τρύπες και θα αποπληρώσουν οφειλές, ξεμπλοκάροντας έως έναν βαθμό την πραγματική οικονομία.  

Το συμπέρασμα διαφόρων αναλύσεων, όπως της Τράπεζας της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, αλλά και άλλων φορέων, είναι ότι οι πολίτες στην προσπάθειά τους να κρατήσουν σταθερό ή να αυξήσουν το διαθέσιμο «καθαρό» εισόδημα, προσπαθούν να απαγκιστρωθούν από τα χρέη. Έτσι δεν καταφεύγουν στις τράπεζες για δανεισμό και σε κάθε ευκαιρία αύξησης του εισοδήματος αποπληρώνουν μέρος των δυσβάσταχτων οφειλών που έχουν συσσωρευτεί μέσα στην κρίση.

Την ίδια ώρα, σύσσωμες οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι τα τελευταία τρίμηνα αρχίζει και σημειώνεται αλλαγή στην κουλτούρα των δανειοληπτών – κατά κύριο λόγο εξαιτίας της αυστηροποίησης του νόμου και της άρσης απαγόρευσης των πλειστηριασμών - με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου σημειώνεται αντιστροφή της τάσης στη δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων.

Τα στοιχεία για το ιδιωτικό χρέος στη χώρα μας είναι λίγο έως πολύ γνωστά και άκρως απογοητευτικά. Ο τραπεζικός δανεισμός διαμορφώνεται περί τα 201 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 115 δισ. ευρώ είναι «κόκκινα» ή σχεδόν «κόκκινα» και ρυθμισμένα δάνεια επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Τα χρέη προς την εφορία ανέρχονται σε 85 δισ. ευρώ (εκτιμήσεις ανεβάζουν τον πραγματικό λογαριασμό πάνω από 100 δισ. ευρώ) και τα χρέη προς τα ταμεία στα 15,3 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι μόνο το 2015 οι οφειλές προς την εφορία αυξήθηκαν κατά περίπου 13 δισ. ευρώ.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικονομική παραγωγή της Ελλάδας κατέρρευσε την τελευταία επταετία, με το ΑΕΠ να φτάνει μετά βίας τα 175 δισ. ευρώ. Συνεπώς, η δήλωση του υπουργού Οικονομίας κ. Γιώργου Σταθάκη, σύμφωνα με την οποία οι οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες θα εξοφληθούν μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες είναι πολύ σημαντική για τη συνέχεια, στην περίπτωση βέβαια που υλοποιηθεί.

Οι πολίτες ακούνε… δάνειο και τρέχουν

Η μείωση των δανειακών υπολοίπων στους τραπεζικούς ισολογισμούς κατά 60 δισ. ευρώ τα τελευταία 6 χρόνια δεν οφείλεται μόνο στο ότι οι τράπεζες είναι πολύ συγκρατημένες στην ανάληψη νέων κινδύνων, αλλά και στο γεγονός ότι έχει μειωθεί η ζήτηση για δανεισμό.

Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων της ΤτΕ δείχνουν  ότι η επίδραση της ζήτησης δανείων είναι πολύ σημαντικότερη από την επίδραση της προσφοράς σε βραχυχρόνιο ορίζοντα.

Επίσης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι πιθανό στην τρέχουσα συγκυρία τα νοικοκυριά, υπό την πίεση της ανάγκης αποπληρωμής των υφιστάμενων δανείων τους να εμφανίζουν κατ' αρχήν, αποστροφή προς την ανάληψη νέου χρέους ακόµη και σε περίπτωση βελτίωσης του εισοδήµατός τους, ιδίως δε αν θεωρούν ότι η βελτίωση αυτή δεν θα είναι µόνιµη.

Με άλλα λόγια, οι πολίτες πλέον κατανοούν, ότι στο κλίμα της ακραίας αβεβαιότητας που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια δεν μπορούν εύκολα να ποντάρουν, όπως παλιά, στην αύξηση των εισοδημάτων τους. Δεν μπορούν να ποντάρουν σε καμία κανονικότητα, σε καμία σταθερότητα στην εργασία τους.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην καταφεύγουν στη λύση του δανεισμού για να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο διαβίωσης αλλά να τα βγάζουν πέρα με αυτά που έχουν ή και πολύ λιγότερα, προσπαθώντας παράλληλα να… τελειώνουν με τις οφειλές που πρέπει να πληρώνουν κάθε μήνα.

Σύμφωνα με τις προσομοιώσεις της ΤτΕ, µια αύξηση του εισοδήµατος κατά 1% θα µπορούσε να οδηγήσει σε µείωση του υπολοίπου των τραπεζικών πιστώσεων κατά 2,2%, σε χρονικό ορίζοντα τριετίας. Αντιστοίχως, µια άνοδος των πραγµατικών επιτοκίων κατά 100 µονάδες βάσης µπορεί να επιφέρει, προσωρινά, αύξηση των δανείων προς τα νοικοκυριά της τάξεως του 0,2% σε διάστηµα τριών ετών.

Τέλος, οι εκτιμήσεις θέλουν το 70% των οφειλών προς την εφορία να είναι μικρότερες των 5.000 ευρώ, στοιχείο που υποδεικνύει ότι σε ενδεχόμενο βελτίωση των συνθηκών και πραγματικής αλλαγής της κουλτούρας των πολιτών σε ότι αφορά τα χρέη, είναι πολύ εύκολο να μειωθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το κράτος. Μόνο που πρώτα θα πρέπει και το κράτος να τηρήσει τις δεσμεύσεις του και να αποπληρώσει το χρέος προς τον ιδιωτικό τομέα.