Σε μια ομολογία σοκ για το τι μέλλει γενέσθαι στην πραγματική οικονομία, προχώρησε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής το οποίο στην τριμηνιαία έκθεσή του υπογραμμίζει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το φοροκεντρικό μείγμα μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση για να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση θα έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Θα επιτείνει την ύφεση, θα «διώξει» από τη χώρα επιχειρήσεις, θα αυξήσει τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, θα οδηγήσει σε «λουκέτα» και θα αυξήσει την ανεργία.
Είναι φανερό ότι με βάση τη συγκεκριμένη έκθεση της Βουλής, η κυβέρνηση πήρε… λάθος δρόμο στη διαπραγμάτευση και δεν είναι τυχαίο ότι προειδοποιεί ότι «σε κάθε περίπτωση, σε όρους διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η μεγάλη αύξηση της φορολογίας οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα με τη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος, με πολύ χειρότερες όμως μακροοικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις».
Με άλλα λόγια, οι συντάκτες της έκθεσης, κρίνουν πολύ πιο σκόπιμη για την οικονομία τη στοχευμένη μείωση των φορολογικών συντελεστών (ιδιαίτερα των πιο στρεβλωτικών σε κεφάλαιο και εργασία), παρά τη γενικευμένη αύξηση των δαπανών.
Για άλλη μια φορά όμως παρατηρείται μεγάλη υπεροχή των φόρων έναντι των δαπανών στη στάθμιση των δημοσιονομικών μέτρων, ενώ προβληματισμό προκαλεί και η επικείμενη σημαντική αύξηση των έμμεσων φόρων, όταν μάλιστα, εκτός των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις και εν μέρει στις αμυντικές δαπάνες- των οποίων όμως η εφαρμογή εν τέλει παραμένει εν αμφιβόλω- δε φαίνεται να εξετάζονται άλλες παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών.
Η κυβέρνηση φαίνεται να αγνοεί, με βάση την ίδια έκθεση, ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να βασίζεται τουλάχιστον κατά 70% σε περικοπές δαπανών (εξαιρουμένων των επενδυτικών) και το πολύ σε 30% αυξήσεις εσόδων (συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από καταπολέμηση της φοροδιαφυγής).
Μόνο όμως στην περίπτωση αυτή, αυξάνονται οι πιθανότητες επίτευξης μιας διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής και επηρεάζονται θετικά οι μακροοικονομικές επιδράσεις της προσαρμογής (περιορισμένες βραχυχρόνιες αρνητικές μακροοικονομικές συνέπειες, με την οικονομία να ανακάμπτει σε σύντομο χρονικό διάστημα).
Στην αντίθετη περίπτωση, μια δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυξήσεις φόρων και μείωση των δημοσίων επενδύσεων είναι εύκολα ανατρέψιμη και οδηγεί την οικονομία σε βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ύφεση.
Τα μέτρα που έχει προτείνει το οικονομικό επιτελείο φαίνεται ότι δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη τα βασικά πλεονεκτήματα ενός έντονα δαπανοκεντρικού μίγματος δημοσιονομικής προσαρμογής, που συνοψίζονται στα εξής:
- Είναι πιο φιλικό προς την ανάπτυξη, υπό την έννοια της «επεκτατικής δημοσιονομικής προσαρμογής». Η μείωση των πρωτογενών δαπανών διαμορφώνει ευνοϊκές προσδοκίες στον ιδιωτικό τομέα για μικρότερο δημόσιο τομέα στο μέλλον και άρα μικρότερη ανάγκη για επιπλέον φορολογικές επιβαρύνσεις. Αυτές οι θετικές προσδοκίες για το μέλλον αυξάνουν τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση σήμερα και με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο περιορίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις της προσαρμογής βραχυχρόνια, αλλά επίσης η οικονομία εισέρχεται και σε φάση διατηρήσιμης μεγέθυνσης.
- Οδηγεί σε μεγαλύτερη σε μέγεθος και πιο διατηρήσιμη προσαρμογή, καθώς είναι πιο δύσκολα ανατρέψιμη, δεδομένου ότι οι δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τους φόρους επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τις οικονομικές διακυμάνσεις. Συγκεκριμένα, η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας (ύφεση) θα αυξήσει τη δαπάνη για επιδόματα ανεργίας, ενώ από την άλλη πλευρά θα μειώσει το σύνολο σχεδόν των φορολογικών εσόδων. Είναι σαφές λοιπόν ότι η μόνιμη περικοπή δαπανών αποτελεί πιο «ελέγξιμη» και «ασφαλή» επιλογή.
- Δεν πλήττει την ανταγωνιστικότητα, σε αντίθεση με ένα φοροκεντρικό μείγμα, όπου οι συνεχείς μεταβολές του φορολογικού συστήματος εκτός των λειτουργικών δυσκολιών που παρουσιάζουν, πλήττουν το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις (που επιθυμούν σταθερότητα του φορολογικού συστήματος), ενώ είναι πιθανό να οδηγήσουν και σε αυξήσεις τιμών που επηρεάζουν περαιτέρω αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επίσης, δεδομένου του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού στην ΕΕ, αλλά και το κενό επενδύσεων στην Ελλάδα, είναι πιθανόν να ενταθεί η μετανάστευση επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες με χαμηλότερη φορολογία, όπως ακόμα και το κλείσιμο περισσότερων επιχειρήσεων.
-Είναι κοινωνικά πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό, υπό την έννοια ότι, με δεδομένη την τεράστια φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, το αποτέλεσμα εκτεταμένης αύξησης των φόρων μπορεί να μην επιφέρει τα επιθυμητά δημοσιονομικά αποτελέσματα, να αυξήσει περαιτέρω τη φοροδιαφυγή, ενώ τα βάρη να τα επωμιστούν κατά κύριο λόγο για μια φορά ακόμα οι διαχρονικά συνεπείς φορολογούμενοι (κυρίως μισθωτοί και οι συνταξιούχοι). Επιπλέον, οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης) εντείνουν τις ήδη οξυμένες κοινωνικές ανισότητες, θεωρούμενοι ως οι πιο άδικοι φόροι.
Επίσης, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, δεδομένου ότι κρίνεται απαραίτητο πριν από κάθε αύξηση φορολογικού συντελεστή, να έχει εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή εισπραξιμότητα του φόρου, τίθεται εν αμφιβόλω η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Απόδειξη αποτελεί η διαχρονική υστέρηση των φορολογικών εσόδων, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, η οποία συνεχίζεται και κατά το πρώτο δίμηνο του 2016. Με άλλα λόγια η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής πρέπει να αποτελεί την προτεραιότητα. Το ΓΠΚΒ έχει υποστηρίξει την επέκταση της χρήσης καρτών, ως ένα άμεσο μέτρο προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, ιδιαίτερα του ΦΠA.
Η σημαντική αύξηση που παρουσιάζει η χρήση καρτών, ιδίως μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων το περασμένο καλοκαίρι, πρέπει να στηριχθεί άμεσα και με σαφείς νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Διαβάστε ακόμη:
- Κόλαφος για την κυβέρνηση η έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της βουλής