Το «ποτάμι» των χρεών «πνίγει» μήνα με το μήνα, νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η κυβέρνηση τα βλέπει όλα «ρόδινα» και προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Η «ασφυξία» των οικογενειακών προϋπολογισμών και ο… «θάνατος του εμποράκου» πιστοποιείται και τον Ιανουάριο, αφού πριν καν εκπνεύσει ο μήνας τα «φέσια» προς τις Εφορίες ανέρχονται στα 800 εκατ. ευρώ.
Ποσό το οποίο φυσικά θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο τις δυο τελευταίες ημέρες του μήνα, οπότε και λήγουν προθεσμίες για την πληρωμή φόρων, προστίμων, αλλά και δόσεων από τους φορολογούμενους που έχουν ενταχθεί σε κάποια ρύθμιση.
Η πορεία των ληξιπροθέσμων τον τρέχοντα μήνα έχει ως αποτέλεσμα το σύνολο των χρεών προς το δημόσιο να εκτοξευτεί στα 89,5 δισ. ευρώ, με δεδομένο ότι στο τέλος του 2015 το σύνολο των απλήρωτων φόρων και προστίμων είχε εκτοξευτεί στα 88,713 δισ. ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών είναι αποκαλυπτικά της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου κάνει τα αδύνατα δυνατά πάντως προκειμένου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να πείσει ότι η εικόνα είναι… άλλη.
Υποστηρίζει μάλιστα ότι για όλα φταίνε… τα capital controls που έχουν επιβληθεί, με αποτέλεσμα πέρυσι το καλοκαίρι να μην μπορεί να λάβει τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, δηλαδή κατασχέσεις, πλειστηριασμούς, προσωποκρατήσεις. Μέτρα τα οποία «απειλούσαν» το 2014 τους οφειλέτες και γι' αυτό… πλήρωναν.
Αλλά παρά τις «αντίξοες» συνθήκες που αντιμετώπιζε το 2015 η κυβέρνηση, το ΥΠΟΙΚ κατάφερε, σύμφωνα με την ηγεσία του ΥΠΟΙΚ, να αυξήσει τις εισπράξεις από τα ληξιπρόθεσμα κατά 6,1%.
Έτσι, η συνολική αύξηση του ληξιπροθέσμου υπολοίπου κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2015 υπολογίζεται μόνο σε 11,05 δισ. ευρώ, ενώ η μεταβολή της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους είχε «εκτιναχθεί» (!) σε 11,38 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση οι δικαιολογίες για «κλάματα» της ηγεσίας του ΥΠΟΙΚ δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια, που είναι ότι η αγορά στενάζει κάτω από την παρατεταμένη ύφεση που συνεχίζεται και το 2016, αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας των λανθασμένων κυβερνητικών χειρισμών στη διαπραγμάτευση.