Αύξηση τζίρου καταγράφουν τα καταστήματα χρυσού στην Ιταλία καθώς οι Ιταλοί αποφασίζουν να πουλήσουν ό,τι χρυσό έχουν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό «πόνο» των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η ιταλική κυβέρνηση για να αντιμετωπιστεί μία από τις χειρότερες εξάρσεις του COVID-19 παγκοσμίως.
Όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ του το Reuters, τα μέτρα περιορισμού που κράτησαν οκτώ εβδομάδες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν από τις 4 Μαΐου, αλλά η οικονομία έχει γονατίσει, οι επιχειρήσεις έχουν υπερχρεωθεί και υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες νέοι άνεργοι. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει συρρίκνωση της ιταλικής οικονομίας κατά 10% περίπου το 2020.
“Αγοράζουμε περίπου 50% παραπάνω χρυσό από ιδιώτες αυτό τον χρόνο, ειδικά τις δύο τελευταίες εβδομάδες”, δήλωσε στο Reuters ο Μπαρότα, ιδιοκτήτης τριών καταστημάτων “Compro Oro” (Αγοράζω χρυσό).
Τα καταστήματα χρυσού, περίπου 6.000 σε ολόκληρη τη χώρα, σύμφωνα με την επιβλέπουσα αρχή του κλάδου, άρχισαν να αναπτύσσονται κατά τη μεγαλύτερη περίοδο ύφεσης της Ιταλίας το 2012, καθώς άνθρωποι που πάλευαν να επιβιώσουν πουλούσαν τα πάντα, από βέρες έως χρυσά δόντια.
Ωστόσο, δεν είναι η μοναδική λύση για τους πιεσμένους οικονομικά Ιταλούς. Τα ενεχυροδανειστήρια είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένα, αλλά γνωρίζουν κι αυτά αυξημένη κίνηση.
“Πληρώνω ακόμη το σπίτι όπου ζω με τη σύζυγό μου. Η ζωή είναι ακριβή, το ποσό του δανείου μεγάλο, τι να κάνουμε;” είπε ο συνταξιούχος Ναζαρένο Μπούκι την ώρα που έβγαινε από ένα ενεχυροδανειστήριο σε μια κεντρική πλατεία της Ρώμης διάσημης για τα ενεχυροδανειστήριά της ήδη από τον 17ο αιώνα.
Οι αγοραπωλησίες χρυσού δεν αφορούν μόνο τους φτωχούς που πουλάνε τα οικογενειακά τους κειμήλια.
Μια που θεωρείται ασφαλές περιουσιακό στοιχείο σε περιόδους αναστάτωσης, το πολύτιμο μέταλλο γνωρίζει μεγάλη αύξηση αγοραστών, με αποτέλεσμα την πρόσφατη άνοδο της αξίας του.
Ο Μπαρότα δήλωσε ότι τους δύο τελευταίες μήνες η ζήτηση για ράβδους χρυσού και χρυσά νομίσματα στο κατάστημά του, που συνέχισε να λειτουργεί ηλεκτρονικά κατά τη διάρκεια του lockdown, αυξήθηκε κατά 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παρόλο που η τιμή ανά γραμμάριο έχει ανέβει κατά 25% από τον Δεκέμβριο.
Πηγή: Reuters