Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η ραγδαία πτώση του χρηματιστηριακού κινεζικού δείκτη που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούνιο και συνεχίζεται στις αρχές νέου του έτους, δημιουργεί έκδηλες ανησυχίες τόσο για την εσωτερική πολιτικο-οικονομική κατάσταση της Κίνας όσο και για τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκληθούν στην παγκόσμια οικονομία.
Ποιες αδυναμίες, όμως, παρουσιάζει η κινεζική οικονομία, τι στοιχεία έχει το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που προωθεί και ποιοι είναι τελικά οι κίνδυνοι για την ίδια τη χώρα αλλά και για τις διεθνείς αγορές; Είναι, τελικά, οι οικονομικές σχέσεις Κίνας και Δύσης συγκρουσιακές και τι επιτάσσουν οι παρούσες διεθνείς οικονομικές συνθήκες;
Οι κινεζικές «φούσκες»
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, οι μέσοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας ανέρχονταν στο 10%, στηριζόμενοι κυρίως στο μοντέλο του εξαγωγικού εμπορίου, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της να φθάσει απ' τα $200 δις το 1980 στα σημερινά επίπεδα των $10 τρις. Η χώρα στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών αναπτύχθηκε οικονομικά αλλά, παράλληλα, δημιούργησε «φούσκες» στον τομέα των επενδύσεων, των ακινήτων και των μετοχών.
Το εξαγωγικό εμπόριο της Κίνας στηρίχθηκε αφενός στο φθηνό εργατικό δυναμικό και την χαμηλή ισοτιμία του γουάν και αφετέρου στις τεράστιες επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν απ' το κρατικά ελεγχόμενο τραπεζικό σύστημα. Η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού στα αστικά κέντρα και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων πολιτών, οδήγησαν στην ανάγκη επέκτασης του τομέα των ακινήτων. Οι πολιτικοί ιθύνοντες των κινεζικών επαρχιών προέβησαν στην κατασκευή μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων αλλά και επαγγελματικών γραφείων, προκειμένου να προσελκύσουν νέους επιχειρηματίες και εταιρείες στις περιοχές τους, οι οποίοι θα πλήρωναν φόρους και θα απασχολούσαν το εντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Καθώς, οι κατασκευαστές μοιράζονταν συχνά παράνομα τα κέρδη τους με τους τοπικούς άρχοντες με αντάλλαγμα την παροχή διευκολύνσεων, η διεύρυνση του κλάδου των ακινήτων έλαβε τελικά τη μορφή «φούσκας».
Η δεύτερη «φούσκα» προήλθε απ' τις μαζικές επενδύσεις που πραγματοποίησε το κράτος, μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2000 καθώς και μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, προκειμένου η Κίνα να διατηρήσει την απασχόληση και τους ρυθμούς ανάπτυξής σε υψηλά επίπεδα. Οι μαζικές δημόσιες επενδύσεις κατευθύνονταν συχνά σε λάθος τομείς παραγωγής, γεγονός που οδήγησε σε σπατάλη πόρων και στην υπο-εκμετάλλευση των επενδυτικών έργων. Προκειμένου να χρηματοδοτηθούν αυτές οι επενδύσεις απ' τις κινεζικές επαρχίες, χρειάστηκε να δημιουργηθούν έσοδα μέσω της ενοικίασης των γαιών τους σε κατασκευαστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα η «φούσκα» των επενδύσεων να τροφοδοτήσει περαιτέρω την «φούσκα» των ακινήτων.
Η κρατική παρεμβατικότητα, όμως, δεν περιορίστηκε στον τομέα των επενδύσεων αλλά επεκτάθηκε και στην δημιουργία δημόσιων επιχειρήσεων απ' τις οποίες προέρχεται περίπου το 40% του κινεζικού ΑΕΠ. Πολλές απ' τις επιχειρήσεις αυτές συνεχίζουν να επιχορηγούνται από κρατικές τράπεζες ενώ είναι μη ανταγωνιστικές ή παράγουν αγαθά για τα οποία δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση (π.χ. τα εργοστάσια χάλυβα), ενώ αποτελούν και εστίες οικονομικής διαφθοράς, καθώς οι διαχειριστές και το προσωπικό τους επιλέγονται απ' την κινεζική πολιτική ηγεσία με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα.
Προκειμένου να υλοποιηθούν αυτές οι επενδυτικές δαπάνες, χρειάστηκε να συσσωρευθεί ένα τεράστιο ποσό χρέους, που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του «σκιώδους» τραπεζικού συστήματος, το οποίο υπάγεται σε λιγότερο αυστηρούς κανονιστικούς περιορισμούς σε σχέση με το συμβατικό. Ενδεικτικό της μεγάλης κινεζικής πιστωτικής επέκτασης, είναι το γεγονός ότι το συνολικό χρέος της Κίνας (κυβερνητικό, τοπικό και ιδιωτικό) ξεπερνάει το 280% του ΑΕΠ της.
Τα τελευταία έτη οι ρυθμοί αύξησης του κινεζικού ΑΕΠ έχουν επιβραδυνθεί (οι εκτιμήσεις για το 2016 φθάνουν το 6.3% σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις). Η πολιτική ηγεσία της χώρας στρέφεται πλέον προς την διεύρυνση της εσωτερικής κατανάλωσης και την σταδιακή απελευθέρωση και διεθνοποίηση κάποιων κινεζικών τομέων παραγωγής. Η μετάβαση σ' ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης κοινωνικο-πολιτικών αναταραχών και γι' αυτό το κινεζικό χρηματιστήριο επιλέχθηκε να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή» αυτής της αλλαγής, τροφοδοτώντας τους Κινέζους επιχειρηματίες με φθηνά κεφάλαια, όσο και τους ιδιώτες επενδυτές με επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί μια τεράστια χρηματιστηριακή «φούσκα» που έφτασε στο ζενίθ της τον Ιούνιο του 2015, και η οποία θα συνεχίσει να μας απασχολεί για τους επόμενους μήνες.
Το νέο μοντέλο κινεζικής ανάπτυξης
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η κινεζική οικονομία είναι εστιασμένη στην ανάπτυξη της εσωτερικής της κατανάλωσης, προκειμένου να απεξαρτηθεί ως ένα βαθμό απ' τον εξαγωγικό της προσανατολισμό και να αποφύγει τον εγκλωβισμό της στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος». Ένα βασικό εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του μοντέλου, είναι οι πολύ υψηλοί ρυθμοί αποταμίευσης των Κινέζων (περίπου 30% του διαθέσιμου εισοδήματός τους), που οφείλονται στο πολύ χαμηλό δίχτυ κοινωνικής προστασίας που παρέχει το κινεζικό κράτος στους πολίτες του (με χαρακτηριστικότερο τον τομέα της υγείας). Επιπλέον, η «πολιτική του ενός παιδιού» που θεσπίστηκε το 1980, έχει προκαλέσει την γήρανση του πληθυσμού και έχει περιορίσει τις καταναλωτικές δαπάνες, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί τον περασμένο Οκτώβριο η κατάργησή της .
Ο εξαγωγικός τομέας, προφανώς, δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί αλλά επιχειρείται να ενισχυθεί η ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα μέσω της πολιτικής της «μιας ζώνης, ενός δρόμου» (one belt, one road) ή αλλιώς του «νέου δρόμου του Μεταξιού». Η ονομασία της πολιτικής αυτής προέρχεται απ' την επιθυμία της Κίνας να ενώσει εμπορικά και οικονομικά την Ανατολική Ασία με την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, μέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο λιμανιών και σιδηροδρομικών γραμμών, αναβιώνοντας έτσι τον παλαιό «δρόμο του Μεταξιού».
Ουσιαστικά, αυτό που επιθυμεί η Κίνα, είναι η οικονομική ενδυνάμωση κάποιων αναπτυσσόμενων χωρών μέσω μεγάλων επενδυτικών έργων που θα πραγματοποιήσει σε αυτές (δρόμοι, λιμάνια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, αεροδρόμια) ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ τους και συνεπώς η ζήτηση για τα κινεζικά αγαθά. Το σχέδιο αυτό έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται μέσω της Ασιατικής Τράπεζας Υποδομών και Επενδύσεων (Asian Infrastructure Investment Bank), αλλά αναμένεται να συναντήσει δυσκολίες λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης της Κίνας. Η πολιτική αυτή, εκλαμβάνεται από τις ΗΠΑ και άλλα κράτη, ως ένα είδος οικονομικής και συνεπώς και πολιτικής επέκτασης της κινεζικής επιρροής στο διεθνές σύστημα. Για το λόγο αυτό, επιχειρείται η οικονομική και γεωπολιτική «απομόνωση» του Πεκίνου μέσα από περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες, όπως η «Δια-Ειρηνική Συνεργασία» (TPP) αλλά και η μελλοντική «Δια-Ατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων» (TTIP).
Ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωσε για την TPP: «όταν περισσότερο από το 95% των πιθανών πελατών μας ζουν έξω από τα σύνορά μας, δεν μπορούμε να αφήσουμε χώρες όπως η Κίνα να γράψουν τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας», ενώ ο Anthony Gardner, πρέσβης των ΗΠΑ στην Ε.Ε., χαρακτήρισε την TTIP ως «ένα οικονομικό ΝΑΤΟ, που έχει σκοπό να καθορίσει τους όρους του παγκόσμιου εμπορίου πριν άλλοι το κάνουν για εμάς».
Οι κίνδυνοι απ' την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας
Παρά τις εντεινόμενες ανησυχίες για την κινεζική οικονομία, η χώρα δεν απειλείται άμεσα με κατάρρευση, καθώς διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα περίπου $3.3 τρις, ενώ έχει κα σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος. Ο πρώτος σοβαρός κίνδυνος, είναι η οικονομική επιβράδυνση της Ασίας να επηρεάσει σοβαρά τη ζήτηση πρώτων υλών και άλλων κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών αγαθών που αγοράζει απ' τους κύριους εμπορικούς εταίρους της.
Ιδιαίτερα ευάλωτες είναι η Νότιος Κορέα, η Ιαπωνία, η Ινδονησία, η Ν. Αφρική αλλά και η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, η Βραζιλία και η Βενεζουέλα. Οι τέσσερις τελευταίες ήδη αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες για διαφορετικούς λόγους η καθεμία (χαμηλές τιμές πετρελαίου, εμπάργκο, κακή δημοσιονομική κατάσταση) και απειλούνται με κοινωνικο-πολιτικές αναταραχές σε περίπτωση που η οικονομική τους κατάσταση επιδεινωθεί περαιτέρω. Έρευνα της Citi αναφέρει μάλιστα ότι υπάρχει 40% πιθανότητα η επιβράδυνση της Κίνας, να πλήξει τις αναδυόμενες οικονομίες, οδηγώντας τελικά σε πτώση του παγκόσμιου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και 15% πιθανότητα να ξεσπάσει μια χρηματοπιστωτική κρίση που θα προκαλέσει μια σοβαρή παγκόσμια οικονομική ύφεση εντός της επόμενης διετίας.
Ο δεύτερος κίνδυνος προκύπτει απ' την ισχυρή υποτίμηση του γουάν έναντι των άλλων ξένων νομισμάτων, γεγονός που κάνει πιο ανταγωνιστικά τα κινεζικά προϊόντα και πλήττει ιδιαίτερα την Ιαπωνία, αλλά και την αμερικανική και ευρωπαϊκή οικονομία σε μία περίοδο όπου όλες τους αναζητούν τρόπους ενίσχυσης των ρυθμών ανάπτυξής τους. Εαν υπάρξει συνέχιση της κινεζικής χρηματιστηριακής πτώσης ή επέκτασή της σε άλλους κλάδους της οικονομίας, η φυγή κεφαλαίων απ' τη χώρα θα προκαλέσει περαιτέρω υποτίμηση του νομίσματος. Αυτό ίσως οδηγήσει σ' έναν «πόλεμο» υποτιμήσεων ή στην επιβολή προστατευτικών μέτρων από άλλα κράτη που θα σπεύσουν έτσι να προστατεύσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα.
Μια τέτοια εξέλιξη φέρνει στο νου μας, τους διεθνείς οικονομικούς ανταγωνισμούς της περιόδου του Μεσοπολέμου που κατέληξαν τελικά στο ξέσπασμα του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Πώς θα αποφευχθούν τα χειρότερα;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη, καθώς είναι η πρώτη φορά στην σύγχρονη Ιστορία, όπου μια χώρα με τον πληθυσμό και την οικονομική ισχύ της Κίνας βρίσκεται σε μια κρίσιμη οικονομική καμπή. Σε εσωτερικό επίπεδο, η Κίνα θα πρέπει να εκπονήσει ένα ευρύ πρόγραμμα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής το οποίο θα στοχεύει προς την ενίσχυση της καταναλωτικής της ζήτησης. Επενδύσεις προς τους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας αλλά και σε κοινωνικές παροχές θα μπορούσαν να επιτύχουν αυτό το σκοπό.
Δεύτερον, η χώρα οφείλει να εξορθολογίσει το εγχώριο «σκιώδες» τραπεζικό της σύστημα και να εκκαθαρίσει τις κρατικές επιχειρήσεις που δεν είναι αποτελεσματικές. Συνεπώς, θα απαιτηθούν κεφάλαια από την κεντρική κυβέρνηση ή και δανεισμός μέσω της διεθνούς αγοράς ομολόγων, που αν και προσωρινά θα αυξήσουν το χρέος της Κίνας, θα συμβάλλουν στην αύξηση της οικονομικής της αξιοπιστίας και στην καλύτερη ενσωμάτωσή της στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Τρίτον, η κινεζική πολιτική ηγεσία θα πρέπει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα για περισσότερο δημοκρατικούς θεσμούς, περιορισμό της διαφθοράς σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, αλλά και στην υιοθέτηση πιο υπεύθυνων περιβαλλοντικών πολιτικών. Οι αλλαγές αυτές, προφανώς, δεν μπορούν να προχωρήσουν γρήγορα σε μια χώρα με την αχανή έκταση, τον τεράστιο πληθυσμό και την ιστορική αυτοκρατορική παράδοση της Κίνας. Για αυτό το λόγο, η οικονομική προσαρμογή της χώρας θα πρέπει να υποβοηθηθεί και από άλλους διεθνείς δρώντες. Οι περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες που προωθούν οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και οι χώρες του Ειρηνικού, λαμβάνονται σαν «σήματα» απειλής και αυξανόμενου ανταγωνισμού από την Κίνα και θα πρέπει να αντικατασταθούν από πολυμερείς συμφωνίες, μέσω της ενεργοποίησης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Ταυτόχρονα, ο ρόλος της Κίνας στους διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, θα πρέπει να ενισχυθεί μέσω της αύξησης των δικαιωμάτων ψήφου που αυτή διαθέτει, ώστε να αντανακλούν την παρούσα οικονομική δυναμική της. Η πρόσφατη ενσωμάτωση του ρενμίμπι στα Διεθνή Τραβηκτικά Δικαιώματα (το αποθεματικό νόμισμα του ΔΝΤ) αποτελεί μια θετική αρχή προς αυτή την κατεύθυνση.
Περαιτέρω, οι ΗΠΑ ίσως θα πρέπει να αποφασίσουν τη συμμετοχή τους στην Ασιατική Τράπεζα Υποδομών και Επενδύσεων, ώστε αφενός να επιτύχουν τον αρτιότερο έλεγχο των κινεζικών επενδυτικών έργων και αφετέρου να συμβάλλουν στην οικονομική πρόοδο αναπτυσσόμενων κρατών που θα τονώσουν αργότερα την συνολική παγκόσμια ζήτηση. Ως προς το ζήτημα της χαμηλής ισοτιμίας του γουάν, τα αναπτυγμένα κράτη θα πρέπει να δώσουν ένα χρονικό περιθώριο προσαρμογής στην Κίνα, καθώς ο συνδυασμός υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας και των «φουσκών» που διατηρεί στο εσωτερικό της, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια βίαιη οικονομική προσαρμογή που θα προκαλούσε κοινωνικο-πολιτικές αναταραχές με διεθνείς προεκτάσεις.
Τόσο η κινεζική πολιτική ηγεσία όσο και οι ισχυροί δρώντες του διεθνούς συστήματος, οφείλουν να αντιληφθούν ότι η Κίνα «είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει» και συνεπώς ανοίγονται δύο δρόμοι μπροστά τους: είτε η -ανταγωνιστική μεν- συνύπαρξη στα πλαίσια όμως ενός πολυπολικού πλαισίου συνεννόησης, είτε η εγωιστική και μονόπλευρη εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων που μελλοντικά θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια ολομέτωπη σύγκρουση.
* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).