Ήταν ένας Γάλλος πολιτικός, ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ'Εσταίν, ο οποίος επινόησε τον όρο «υπερβολικό προνόμιο» τη δεκαετία του 1960, αναφερόμενος στα οφέλη που απολάμβανε η Αμερική ως εκδότης του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, δηλαδή, τη δυνατότητα να έχει χωρίς πρόβλημα υψηλά ελλείμματα.
Αυτές τις μέρες υπενθυμίζεται στη Γαλλία ότι δεν έχει κανένα τέτοιο προνόμιο, αναφέρει ο Economist.
Εν όψει των βουλευτικών εκλογών στις 30 Ιουνίου (α' γύρος) και στις 7 Ιουλίου (β' γύρος), το βαρύ έλλειμμα και το αυξανόμενο χρέος της βρίσκονται στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας. Στις 19 Ιουνίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να θέσει τη Γαλλία σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), τον λεγόμενο «θάλαμο δημοσιονομικών βασανιστηρίων» της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι οι πολιτικοί της χώρας θα πρέπει να καταλήξουν σε ένα σχέδιο για να διορθώσουν τα πράγματα.
Οι αξιωματούχοι της Επιτροπής έχουν βάσιμους λόγους να το κάνουν: Η Γαλλία έχει αμερικανικού τύπου έλλειμμα ύψους 5% του ΑΕΠ, το οποίο η κεντρική της τράπεζα και το ΔΝΤ αναμένουν ότι θα μειωθεί με αργούς ρυθμούς. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της χώρας στο 111%, είναι παρόμοιος με εκείνον της Ιταλίας πριν από την κρίση του ευρώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και αναμένεται να αυξηθεί.
Η Standard & Poor’s - ένας από τους σημαντικότερους οίκους αξιολόγησης - υποβάθμισε την αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της γαλλικής κυβέρνησης από aa σε aa- στις 31 Μαΐου. Αυτό έγινε πριν την αιφνίδια προκήρυξη εκλογών από τον πρόεδρο της χώρας, Εμανουέλ Μακρόν, που μπορεί να φέρουν την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση ή την Αριστερά στην εξουσία, υπό τη συνεχιζόμενη προεδρία του.
Οι αγορές, πλέον ανησυχούν με τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων να είναι πια αντίστοιχες αυτών της Πορτογαλίας και το spread με τα γερμανικά ομόλογα να έχει φτάσει στο 0,7%. Το γαλλικό χρηματιστήριο έχει χάσει 5% της αξίας του αφότου τα απογοητευτικά αποτελέσματα των Ευρωεκλογών για τον Μακρόν υποχρέωσαν τον Γάλλο πρόεδρο να στοιχηματίσει με υψηλό ρίσκο στις πρόωρες κάλπες.
Οι τιμές των μετοχών των επιχειρήσεων που επικεντρώνονται στην εγχώρια αγορά έχουν πληγεί σκληρά. Οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γαλλίας, η BNP Paribas και η Crédit Agricole, έχουν χάσει το 11% της αξίας τους.
Κανένα μεγάλο πολιτικό κόμμα δεν επιδιώκει να εγκαταλείψει το ευρώ ή την ΕΕ. Γάλλοι αναλυτές επισημαίνουν επίσης ότι η χώρα δεν βρίσκεται στα πρόθυρα μιας «στιγμής Λιζ Τρας», αναφερόμενοι στην έκρηξη των αποδόσεων βρετανικού χρυσού ύστερα από έναν μίνι προϋπολογισμό τον Σεπτέμβριο του 2022. Οι ξένοι αγοραστές τόσο κρατικών όσο και εταιρικών γαλλικών ομολόγων παραμένουν.
Σε αντίθεση με τις προειδοποιήσεις του υπουργού Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ, ακόμη και μια νίκη της Ακροδεξιάς ή της Αριστεράς θα ήταν απίθανο να προκαλέσει οικονομική κρίση, αναφέρει ο Economist. Η Γαλλία ωφελείται από την αξιοπρεπή οικονομική ανάπτυξη, την οποία ο ΟΟΣΑ αναμένει να είναι στο 1,3% το επόμενο έτος, και το διαχειρίσιμο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους στο 2% του ΑΕΠ.
Το ζήτημα του ελλείμματος
Το πρόβλημα είναι ότι, χωρίς περικοπές δαπανών, το έλλειμμα της Γαλλίας θα διευρυνθεί στο 5,7% φέτος και στο 5,9% το επόμενο, σύμφωνα με την επιτροπή οικονομικών της γαλλικής Γερουσίας. Αυτό, αν και δεν προκαλεί κρίση, αντιπροσωπεύει ένα σοβαρό και αυξανόμενο πρόβλημα. Ο Λε Μερ έχει ήδη περικόψει περίπου 20 δισ. ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) από τις κρατικές δαπάνες φέτος, μειώνοντας τις εκροές για θέματα όπως οι ενεργειακές επιδοτήσεις και οι κρατικές ενισχύσεις. Περαιτέρω μειώσεις αναβλήθηκαν για μετά τις Ευρωεκλογές.
Τόσο το κόμμα της Μαρίν Λεπέν και του υποψήφιου πρωθυπουργού Ζορντάν Μπαρντελά, που βρίσκεται στην πρώτη θέση με πάνω από 30% των ψηφοφόρων, όσο και το αριστερό μπλοκ, λίγο κάτω από το 30%, ξεπερνούν την κεντρώα συμμαχία του Μακρόν και έχουν σχέδια δαπανών που θα πρόσθεταν στο έλλειμμα.
Τα προγράμματά τους; Οι ακροδεξιοί θέλουν να μειώσουν τις εισφορές στο ρεύμα και τη βενζίνη και να απαλλάξουν τους εργοδότες από την καταβολή φόρων εάν αυξήσουν τους μισθούς. Οι ιδέες των αριστερών είναι παρόμοιες: Θέλουν να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό και να μειώσουν τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων. Και οι δύο πλευρές θέλουν επίσης να καταργήσουν τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του Μακρόν που αύξησαν το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 από 62, αν και η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν έχει υποχωρήσει στα σχέδια να το κάνει αμέσως.
Μια τέτοια σπατάλη θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση με την Κομισιόν και τις αγορές. Ωστόσο, εάν η Ακροδεξιά νικήσει, οι πολιτικοί της μπορεί να χαλιναγωγηθούν από την ανάγκη να προσελκύσουν κεντροδεξιούς ψηφοφόρους, που τείνουν να προτιμούν χαμηλότερα ελλείμματα, στις προεδρικές του 2027.
Θα πρέπει επίσης να διαπραγματευτούν τον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ και θα θέλουν να διατηρήσουν γενναιόδωρες επιδοτήσεις για τους αγρότες, για τις οποίες θα χρειάζονταν την υποστήριξη των συμμάχων. Η ελπίδα είναι ότι, εάν έρθει στην εξουσία, η Εθνική Συσπείρωση θα ωριμάσει όπως έκανε η Τζόρτζια Μελόνι, η πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Μια σύγκρουση με την Επιτροπή είναι λοιπόν πιθανή, αλλά μπορεί να καταλήξει σε συμβιβασμό, εκτιμά ο Ζερομέν Τσέτελμαγερ του think tank Bruegel. Πιο προβληματικό είναι το γεγονός ότι ακόμη κι αν ένα κόμμα κερδίσει την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές, θα πρέπει να επιβλέπει τις περικοπές δαπανών που θα μπορούσαν να βλάψουν την ανάπτυξη και να αποδειχθούν αντιδημοφιλείς στο εκλογικό σώμα.
Πηγή: The Economist