Όταν το βασικό σενάριο για την ελληνική οικονομία αλλάζει τόσο δραματικά και από ανάπτυξη 2,8%, που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2020, μέσα σε διάστημα δύο μηνών προβλέπει ύφεση μεταξύ 5%-10%, τότε η αναθεώρηση του outlook από θετικό σε αρνητικό από τους οίκους Standard & Poor’s, Fitch και DBRS μοιάζει… με χάδι, από τη στιγμή μάλιστα που η αξιολόγηση παραμένει αμετάβλητη.
Δεν είναι άλλωστε πολύ μακρινές οι μνήμες από την περίοδο 2010-11 όταν οι οίκοι αξιολόγησης «γκρέμισαν» με… συνοπτικές διαδικασίες τη βαθμολογία της Ελλάδας σε junk. Η μεγάλη διαφορά από τότε είναι η αξιοπιστία στην οικονομική διαχείριση, το μονοπάτι ισχυρής ανάπτυξης που βρισκόταν η χώρα πριν την πανδημία – πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – και το ρυθμισμένο για την επόμενη δεκαετία χρέος.
Η ταυτόχρονη υποβάθμιση του outlook για Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία το βράδυ της Παρασκευής βάζει τις τρεις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης στον προθάλαμο για υποβάθμιση, κάτι που θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις των επόμενων μηνών. Όμως παρά τα μύρια όσα προβλήματα και το μειονέκτημα ανταγωνιστικότητας απέναντι στις άλλες χώρες της Ευρώπης, η ελληνική οικονομία δείχνει να αποκτά ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Η χώρα μας έχει κερδίσει τη χαμένη της αξιοπιστία σε διάφορα πεδία – δημοσιονομική πειθαρχία, επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων - και σήμερα κερδίζει ακόμη περισσότερους πόντους λόγω της μεγάλης αποτελεσματικότητας που δείχνει στην αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Κατά τα λοιπά, δύο είναι οι βασικοί λόγοι που… σχεδόν αναγκάζουν τους οίκους να κρατήσουν ήπια στάση απέναντι στην πρωτοφανή επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, διατηρώντας αμετάβλητη την αξιολόγηση χωρών οι οποίες θεωρείται δεδομένο ότι θα βιώσουν σφοδρή ύφεση και σημαντική αύξηση του κρατικού χρέους.
Ο πρώτος είναι η φύση της ύφεσης και η πρόβλεψη για ισχυρή ανάκαμψη το 2021. Αν τα πράγματα κυλήσουν ομαλά σε επιστημονικό επίπεδο και αναπτυχθεί μέσα στους επόμενους μήνες κάποια αποτελεσματική θεραπεία ή/και ένα ασφαλές εμβόλιο, τότε η ύφεση θα είναι προσωρινή. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η S&P προβλέπει ότι την επόμενη 3ετία θα αναπτυχθεί με ρυθμό υψηλότερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ότι θα συνεχίσει δηλαδή στην πορεία που είχε χαράξει πριν την κρίση.
Θα ήταν παράλογο, λοιπόν, να αρχίσουν οι υποβαθμίσεις και μάλιστα… αδιακρίτως καθώς το μόνο που θα κατάφερναν οι οίκοι αξιολόγησης θα ήταν να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο την ανάκαμψη και να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ζημιά σε οικονομίες που το 2021 θα καλύψουν ή και θα υπερκαλύψουν το χαμένο έδαφος του 2020. Σε κάθε ανάλυση, ωστόσο, τονίζεται η μεγάλη εξάρτηση της χώρας μας από τον τουρισμό και η αυξημένη αβεβαιότητα που καλύπτει τον συγκεκριμένο κλάδο.
Ο δεύτερος είναι το χρέος. Οι οίκοι περιμένουν να δουν μία πανευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης, με τη χρήση εργαλείων που δεν θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος κυρίως των χωρών που βρίσκονται στην επικίνδυνη ζώνη, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Αν οι Ευρωπαίοι δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν σε μία λύση που θα περιορίζει την αύξηση του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα αρχίσουν τα «ψαλίδια».
Η S&P στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα στην ηγεσία της Ευρώπης. Θα υποβαθμίσουμε την Ιταλία αν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν εισέλθει σε πτωτική τροχιά μέσα στα επόμενα 3 χρόνια ή στην περίπτωση που σημειωθεί σημαντική επιδείνωση των χρηματοδοτικών συνθηκών που θα θέτει σε κίνδυνο την οικονομική θέση της χώρας, αναφέρει ο οίκος. Σημειώνεται ότι η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι αναμένει δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10,4% του ΑΕΠ το 2020 που είναι το μεγαλύτερο έλλειμμα των τελευταίων 30 ετών, με το χρέος να εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στο 155,7%.
Όσο για τις σταθερές προοπτικές που δίνουν S&P και DBRS, οι οίκοι επικαλούνται το γεγονός ότι τα κεφαλαιακά αποθέματα της Ελλάδας αντισταθμίζουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη φερεγγυότητα της χώρας εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας. Με άλλα λόγια, οι οίκοι περιμένουν να δουν το βάθος της ύφεσης και κυρίως τα μέτρα που θα λάβουν συνολικά η Ευρώπη για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη μη διόγκωση των κρατικών χρεών.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Ελλάδα δεν θα υποβαθμιστεί στο μέλλον ούτε ότι μπορεί να ξεπεράσει εύκολα τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Όμως αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί είναι πως πλέον αντιμετωπίζεται από τους διεθνείς οργανισμούς ως μία κανονική χώρα της Ευρωζώνης και πολύ πιο δύσκολα γίνεται έρμαιο κερδοσκόπων.