Πριν από έναν μήνα είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα σχέδια του Pat Gelsinger, του διευθύνοντος συμβούλου της Intel (INTC NASDAQ), της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας σχεδιασμού και κατασκευής μικροεπεξεργαστών (Η Intel ξεκινά τον μαραθώνιο για την επιστροφή της στην κορυφή). Από τότε μέχρι τώρα η εταιρεία προχώρησε και σε άλλες ανακοινώσεις που επιβεβαιώνουν την αποφασιστικότητα του Gelsinger στην προσπάθειά του να βάλει την επιχείρηση και πάλι στην πρωτοπορία του κλάδου. Πριν μία εβδομάδα μάθαμε για την επένδυση ύψους 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα γίνει στο Μαγδεβούργο της Γερμανίας. Το εργοστάσιο αυτό αναμένεται να αρχίσει τη λειτουργία του το 2027 και προβλέπεται να κατασκευάζει μικροεπεξεργαστές εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας.
Η εταιρεία σχεδιάζει και πολλές άλλες επενδύσεις σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η επέκταση του εργοστασίου της στην Ιρλανδία, η κατασκευή νέων εγκαταστάσεων στην Ιταλία και την Γαλλία και η περαιτέρω ανάπτυξή της στην Πολωνία αναμένεται να απαιτήσουν επενδύσεις τουλάχιστον ίδιας αξίας με αυτήν της Γερμανίας. Οι συνολικές επενδύσεις στην Ευρώπη αναμένεται να φθάσουν τα 80 δισεκατομμύρια Ευρώ μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, και είναι σίγουρο πως ένα μέρος αυτών των χρημάτων θα προέλθει από την οικονομική στήριξη των ευρωπαϊκών χωρών. Το ύψος των οικονομικών και άλλων ενισχύσεων που θα λάβει από αυτές τις χώρες δεν έχει γίνει γνωστό, αναμένεται όμως να είναι αρκετά γενναιόδωρες, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει να ξοδέψει περίπου 45 δισεκατομμύρια Ευρώ με σκοπό να αναζωογονήσει την Ευρωπαϊκή βιομηχανία κατασκευής μικροεπεξεργαστών και να ανεβάσει το μερίδιο της Ευρώπης στην παραγωγή microchips από 10% σε 20% μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι όμως η μόνη που θέλει να ενισχύσει τη θέση της στη διεθνή αγορά μικροεπεξεργαστών. Όλες σχεδόν οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις προσπαθούν να κάνουν το ίδιο, η κάθε μία για δικούς της λόγους. Η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, ακόμα και η Ινδία, όλες προσπαθούν να δελεάσουν μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις για να ανεγείρουν εργοστάσια ή να δημιουργήσουν ερευνητικά κέντρα και προσπαθούν ταυτόχρονα να πείσουν τις «δικές» τους να κατευθύνουν μεγάλο μέρος των μελλοντικών τους επενδύσεων πίσω στην πατρίδα τους. Πίσω από την ταυτόχρονη αυτή προσπάθεια βρίσκεται η καχυποψία και η ανησυχία. Καχυποψία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, αφού οι δύο μεγάλες δυνάμεις έχουν πάψει να συνεργάζονται αρμονικά εδώ και λίγα χρόνια, και ανησυχία των υπόλοιπων χωρών πως μπορεί να βρεθούν τη λάθος στιγμή ανάμεσα στους δύο μεγάλους.
Εκτός από αυτό, η γεωγραφική εγγύτητα της Ταϊβάν με την Κίνα και η δηλωμένη πρόθεση της τελευταίας να επαναφέρει την «αποσχισθείσα επαρχία» στους κόλπους της έρχεται όλο και πιο συχνά στο μυαλό των παραγόντων της διεθνούς βιομηχανίας microchips, ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το γεγονός πως οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν υποχρεωτική την ύπαρξη μικροεπεξεργαστών μέσα σχεδόν σε όλα τα βιομηχανικά προϊόντα κάνει την κατάσταση ακόμα πιο σοβαρή και εξηγεί τη σπουδή των μεγάλων εταιρειών και πολλών κρατών να προσπαθήσουν να ελέγξουν όσο μεγαλύτερο κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών μπορούν. Αυτό είναι και ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Pat Gelsinger, ο οποίος υποστηρίζει πως το 80% αυτής της αλυσίδας βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Ασία, κάτι που δεν είναι λογικό και δεν πρέπει να συνεχιστεί.
Οι διεθνείς αγορές δεν έχουν μείνει αδιάφορες απέναντι σε όλα αυτά. Τις απασχολούν εδώ και μερικούς μήνες, σε συνδυασμό βέβαια με τα γνωστά προβλήματα έλλειψης microchips, στην αυτοκινητοβιομηχανία και σε άλλους τομείς της διεθνούς οικονομίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εντείνει τον προβληματισμό τους, ιδίως σε ό,τι έχει σχέση με την Ταϊβάν. Όπως διαβάζουμε σε πολύ πρόσφατο ρεπορτάζ του Barron’s, το οποίο βασίζεται σε μία έκθεση του Mark Danely, αναλυτή της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών για την Citi Research (της Citigroup), οι μεγάλοι επενδυτές είναι πολύ προβληματισμένοι απ’ όσα αναφέραμε παραπάνω.
Πολλοί από αυτούς έχουν αρχίσει, τις τελευταίες μέρες, να αποφεύγουν τις βιομηχανίες πoυ δεν παράγουν οι ίδιες τα microchips τους και αναθέτουν την παραγωγή στη μεγάλη ταϊβανέζικη εταιρεία Taiwan Semiconductor (TSM NYSE). Οι επενδυτές αυτοί αποφεύγουν πλέον, σύμφωνα με τον Danely, τις μέχρι πρότινος αγαπημένες μετοχές της Wall Street, την Advanced Micro Devices (AMD NASDAQ) και τη Nvidia (NVDA NASDAQ), οι οποίες βασίζονται στην TSM για τουλάχιστον το 50% της παραγωγής τους, και στρέφονται σταδιακά προς την Intel και την Global Foundries (GFS NASDAQ) (Global Foundries: Ένας μεγάλος κατασκευαστής μικροεπεξεργαστών μπαίνει στο χρηματιστήριο), οι οποίες έχουν πολύ μικρή έκθεση στην Κίνα και την Ταϊβάν.
Η GFS μάλιστα σημείωσε πολύ πρόσφατα νέα υψηλά χρηματιστήριο, σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες μετοχές των εταιρειών μικροεπεξεργαστών που σε γενικές γραμμές ταλαιπωρούνται. Από την άλλη μεριά, η μετοχή της Intel δεν μπορεί να κινηθεί εύκολα ανοδικά, καθώς τα θετικά στοιχεία που έχει εξουδετερώνονται από την ανησυχία των επενδυτών για την επίδραση των μεγάλων επενδύσεων που θα κάνει, πάνω στην κερδοφορία της.
Ο προβληματισμός για τις μεγάλες επενδύσεις της Intel και των υπόλοιπων μεγάλων αμερικανικών, κινεζικών, ευρωπαϊκών, κορεατικών και ιαπωνικών εταιρειών της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών, είναι διάχυτος και μεταξύ των παραγόντων της παγκόσμιας βιομηχανίας microchips και δεν περιορίζεται στις επιπτώσεις των επενδύσεων πάνω στην κερδοφορία τους.
Διαβάζοντας ένα σχετικό άρθρο του Bloomberg, αντιλαμβανόμαστε πως πολλοί αναρωτιούνται πόσο νόημα έχουν αυτές οι επενδύσεις και η προσπάθεια για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας αυτής της, τόσο σημαντικής για την παγκόσμια οικονομία, βιομηχανίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ο παγκοσμιοποιημένος χαρακτήρας αυτής της βιομηχανίας είναι αυτός που την έχει κάνει τόσο επιτυχημένη όλα αυτά τα χρόνια, και πως η προσπάθεια περιορισμού της σε πιο στενά, σχεδόν εθνικά, πλαίσια μόνο κακό θα κάνει. Άλλοι, όπως ο ιδρυτής της Taiwan Semiconductor, Morris Chang, υποστηρίζουν πως αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι, δηλαδή να ξαναστήσουν μία πλήρη εφοδιαστική αλυσίδα για τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, απλά δεν γίνεται, ακόμα και αν ξοδέψουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Πολλοί ανησυχούν για τις εντεινόμενες κρατικές παρεμβάσεις στη βιομηχανία, είτε αυτές έχουν σχέση με τις μεγάλες ενισχύσεις προς τις «εθνικές εταιρείες» είτε με το αμερικανικό κυνηγητό κατά της κινεζικής Huawei και άλλων κινεζικών επιχειρήσεων, είτε με το σταμάτημα πολλών επιχειρηματικών κινήσεων με το πρόσχημα των θεμάτων εθνικής ασφαλείας. Τέτοιου τύπου κυβερνητικές παρεμβάσεις έχουν γίνει και από τις ΗΠΑ, και από την Κίνα, και από το Ηνωμένο Βασίλειο και από την Γερμανία, με τελευταίο παράδειγμα την απαγόρευση της εξαγοράς της Arm Holdings από την Nvidia.
Όλοι αυτοί βέβαια δεν έχουν κάποια πειστική απάντηση για το τι θα γινόταν αν η Κίνα επιτίθετο στην Ταϊβάν και ήλεγχε ξαφνικά το μεγαλύτερο μέρος των προηγμένων μικροεπεξεργαστών του πλανήτη. Η ανυπαρξία πειστικής απάντησης μας κάνει να πιστεύουμε πως οι προσπάθειες των μεγάλων δυτικών χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από τις ασιατικές εφοδιαστικές αλυσίδες και την ταϊβανέζικη παραγωγή θα ενταθούν, παρά τις όποιες αμφιβολίες, όπως θα συνεχισθεί και η κινεζική προσπάθεια κάλυψης του χάσματος τεχνογνωσίας που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ταϊβάν, τη Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία.
Πού θα οδηγήσει όλη αυτή η κούρσα δημιουργίας παράλληλων, σχεδόν ανεξάρτητων μεταξύ τους, βιομηχανιών microchips είναι αρκετά δύσκολο να πούμε, θα διακινδυνεύσουμε όμως να προβλέψουμε πως τελικά θα καθυστερήσει την τεχνολογική πρόοδο. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, καθώς φαίνεται πως αφήνουμε οριστικά πίσω μας μία ιδανική τριακονταετή περίοδο σχεδόν αρμονικής διεθνούς συνεργασίας.