Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον ρόλο που θα παίξουν οι τράπεζες στην ανάπτυξη της χώρας, μέσα στην επόμενη εξαετία και όχι μόνο. Θα είναι ο κλασσικός χρηματοδοτικός ρόλος. Θα σταματήσουν οι τράπεζες να γλύφουν τις πληγές τους, να περιποιούνται τα ανοικτά τραύματα τους και θα διεκδικήσουν και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τρίτου αιμοδότη της πραγματικής οικονομίας.
Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές των εκθέσεων και των επιχειρηματικών σχεδίων των τραπεζών, αποτυπώνουμε την εικόνα της επόμενης ημέρας. Μέσα από την επιχειρηματικό σχεδιασμό της Alpha Bank, αντιλαμβανόμαστε ότι το τραπεζικό σύστημα θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την οικονομία μέσω των επενδύσεων, που συνδέονται με το Ταμείο Ανάπτυξης κατά 24 δισ. ευρώ μέχρι το 2024, για να καταλήξει στα 33 δισ. ευρώ στο τέλος της εξαετίας.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα προκαλέσουν μια θεαματική αύξηση της πιστωτικής επέκτασης προς τον επιχειρηματικό τομέα, καθώς η υλοποίηση των επενδύσεων προϋποθέτει τη συμβολή ιδίων κεφαλαίων και δανείων. Οπότε οι τράπεζες θα προτιμήσουν να διοχετεύσουν δάνεια, στις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, παρά στους καταναλωτές και στους μικρούς ιδιώτες, συνυπολογίζοντας τόσο το ρίσκο όσο και τις αποδόσεις.
Θα υπάρξουν δυο κατηγορίες δανείων, που θα αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικές κατηγορίες. Υπάρχουν τα τραπεζικά δάνεια που θα συνοδεύουν τις επιδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα τραπεζικά δάνεια που θα συνοδεύουν τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου που χορηγεί το Ταμείο. Η διαφορά έγκειται στο ύψος της επενδυτικής μόχλευσης που προκαλούν. Δηλαδή στα δάνεια μηδενικού επιτοκίου τα 100 ευρώ του Ταμείου Ανάπτυξης, γίνονται επενδύσεις 250 ευρώ. Ενώ στις επιδοτήσεις του Ταμείου κάθε 100 ευρώ, γίνονται επενδύσεις 170 ευρώ.
Συνολικά το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει πόρους της τάξης των 31 δισ. ευρώ, που κατανέμονται στις κατηγορίες που προαναφέραμε, κατά 13 δισ. σε δάνεια μηδενικού επιτοκίου και κατά 18 δισ. σε επιδοτήσεις. Το σύνολο των κεφαλαίων από τις επιδοτήσεις, τα δάνεια μηδενικού επιτοκίου, τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων και τα τραπεζικά δάνεια, που θα μετουσιωθούν σε επενδύσεις που προσεγγίζουν τα 58 δισ. ευρώ.
Τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι δεδομένα. Τα κεφάλαια που θα βάλουν στο τραπέζι οι επιχειρήσεις, θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα, διότι απλά όποιος δεν έχει διαθέσιμα, ή δεν καταφέρει να πραγματοποιήσει ΑΜΚ, θα βρεθεί εκτός νυμφώνος. Οπότε το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, θα μπορέσουν οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν με 33 δισ. την εγχώρια οικονομία;
Τι προϋποθέτει αυτό; Κεφαλαιακές ενισχύσεις, μέχρι του σημείου που δε θα «χαλάσουν» οι δείκτες απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων, συνοδευόμενες από ομολογιακές εκδόσεις, που ως γνωστόν δε λογίζονται ως κεφάλαια. Οπωσδήποτε σε βάθος εξαετίας, και σύμφωνα με τα επιχειρηματικά σχέδια των τραπεζών μέσα σε δυο μόλις έτη, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα έχει υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που η αναζήτηση κεφαλαίων προς ανάπτυξη θα είναι ακόμα πιο άνετη και η πρόσβαση στις αχανείς αγορές ομολογιακών δανείων ακόμα ευκολότερη.
Η ανάπτυξη της χώρας, όπως είδαμε, πηγαίνει χέρι – χέρι με τις διαρκώς επιταχυνόμενες τραπεζικές εξελίξεις. Στο άρθρο με τίτλο «Ελληνικές τράπεζες: Δεν μιλάμε πια για διάσωση, αλλά για κερδοφορία!», είχαμε παρουσιάσει την αλλαγή σελίδας στο τραπεζικό τοπίο. Το growth story της εγχώριας οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και το growth story των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Τόσο οι κινήσεις που γίνονται, όσο και εκείνες που κυοφορούνται, είναι καταδικασμένες να επιτύχουν.
Σίγουρα οι «θεατές» των τραπεζικών εξελίξεων θα επιθυμούσαν να δουν πιο δυνατές τράπεζες, με περισσότερα κεφάλαια και ίσως πιο ηχηρούς στρατηγικούς επενδυτές. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διοικήσεις, στους μετόχους, στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, το ΤΧΣ και την κυβέρνηση, δύσκολες.
* Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.