Η διάσωση της Silicon Valley Bank (UK) από την HSBC και της Credit Suisse από την UBS, με τη στήριξη της SNB (Κεντρική Τράπεζα Ελβετίας), καθησύχασαν προς το παρόν το περιβάλλον των συστημικών τραπεζών. Διότι φάνηκε η διάθεση των Κεντρικών Τραπεζών και των εποπτικών αρχών, να αποφευχθεί η δημιουργία μιας νέας Lehman Brothers.
Παράλληλα το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας στράφηκε προς τις ευρωπαϊκές διαδικτυακές τράπεζες, τις fintech εταιρείες καθώς και τις εταιρείες πληρωμών, που αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς. Διότι είναι ένας κλάδος που μπορεί να μην φαίνεται πως έχει άμεση εμπλοκή με το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, ωστόσο δεν είναι σίγουρο πως θα αποφύγει τις οποιεσδήποτε επιπλοκές, από μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κρίσης. Ταυτόχρονα είναι ένας κλάδος που θα μπορούσε να φιλοξενήσει ένα ικανό τμήμα των ευρωπαίων καταθετών που δεν θέλουν να μπαίνουν σε περιπέτειες και ελέγχους, αλλά προτιμούν απολαμβάνουν απλές ψηφιακές τραπεζικές υπηρεσίες.
Το μέγεθος αυτών των τραπεζών δεν είναι ευκαταφρόνητο. Η Revolut, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και στη χώρα μας βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στην τρίτη θέση όσον αφορά την αποτίμηση της στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα. Η αποτίμηση της Revolut μπορεί να μην προκύπτει από τις αυστηρές χρηματιστηριακές μεθόδους διότι δεν είναι εισηγμένη εταιρεία, όμως η αξία των £27 δισ. υποστηρίζεται από τους ισχυρούς μετόχους της, σε όλες τις διαδικασίες των εξωχρηματιστηριακών αποτιμήσεων και τους κύκλους χρηματοδοτήσεων.
Όπως παρατηρούμε η Revolut υπολείπεται σε αξία μόνο τoυ παγκόσμιου κολοσσού HSBC, καθώς και της Lloyds, ενώ προηγείται άλλων σημαντικών βρετανικών τραπεζών όπως είναι η Natwest, η Barclays και η Standard Chartered.
Οι αποτιμήσεις των νέων διαδικτυακών τραπεζών που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε «neobanks», εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις αποτιμήσεις των παραδοσιακών τραπεζών. Αποτιμήσεις που δεν δικαιολογούνται απόλυτα από τα θεμελιώδη δεδομένα τους, αλλά που βασίζονται στις προοπτικές τους και στη ραγδαία αύξηση του πελατολογίου τους, που είναι κατά βάση οι νεανικές ηλικιακές ομάδες, που αναζητούν υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται από απλότητα και ταχύτητα. Κάτι που είχαμε παρουσιάσει στο άρθρο «Οι ψηφιακές τράπεζες αλλάζουν τους συσχετισμούς».
Όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα οι επτά μεγαλύτερες “neobanks” αποτιμώνται άνω των $2,5 δισ., με τη Revolut να βρίσκεται στα $33 δισ., τη Ν26 στα $9 δισ., την Qonto στα $4,8 δισ., τη Monzo στα $4,5 δισ., τη Starling στα $3,3 δισ., της Lunar και της OakNorth στα $2,4 δισ.
Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο «American Banker», τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται μια ισχυρή στροφή των τραπεζικών καταθετών από τις παραδοσιακές τράπεζες προς τις neobanks, ειδικά των ΗΠΑ. Και αυτό συμβαίνει παρ’ όλο που η Federal Deposit Insurance Corp. (FDIC) εγγυήθηκε το σύνολο των καταθέσεων, πέρα από το όριο των $250 χιλιάδων. Τις περισσότερες καταθέσεις νέων πελατών προσέλκυσαν η Meow και η Mercury.
Στην Ευρώπη όμως τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Η κατάρρευση της Credit Suisse και η υποχώρηση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών, έχουν εγείρει μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τις neobanks και το μέλλον τους.
Η συνολική αποτίμηση των startups στο χώρο των neobanks και του fintech βρισκόταν το Δεκέμβριο του 2022 στα $159 δισ. σύμφωνα με έκθεση της IMARC Group. Οι επενδύσεις στο χώρο του fintech είχαν ξεπεράσει στο 2022 τα $75 δισ., σύμφωνα με την CB Insights, ωστόσο ήταν μειωμένες κατά 46% έναντι του 2021. Μόνο η αποτίμηση της εταιρείας πληρωμών “buy-now, pay-after” Klarna την οποία είχαμε παρουσιάσει στο άρθρο “Bank Alert! Πώς το «buy now pay later» καταργεί δάνεια και πιστωτικές κάρτες”, υπέστη μια υποχώρηση της αποτίμησης της κατά 85%.
Πριν από σχεδόν 2 χρόνια ο Jamie Dimon, CEO της αμερικανικής τράπεζας JPMorgan Chase, είχε εκφράσει τη ανησυχία του για τη μεγέθυνση του «μη τραπεζικού συστήματος» στο οποίο συμπεριελάμβανε όχι μόνο τα hedge funds, τα private equity funds και τα venture capitals, αλλά και το οικοσύστημα των fintech και των payments companies που προφέρουν κλασσικές τραπεζικές εργασίες / υπηρεσίες, όπως είναι τα στεγαστικά δάνεια, τα φοιτητικά δάνεια, τα καταναλωτικά δάνεια, οι καταναλωτικοί τραπεζικοί λογαριασμοί και τα συστήματα συναλλαγών-πληρωμών, που τους επιτρέπουν να κερδίζουν μερίδιο αγοράς χωρίς να επιβαρύνονται κεφαλαιακά ή διαδικαστικά.
Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα των fintechs, των neobanks και των payment companies έχει πολύ χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από τις τράπεζες, δεν ακολουθεί συγκεκριμένες νόρμες ως προς το ρίσκο του ή τους δείκτες ρευστότητας του και ειδικά στις ΗΠΑ δεν καταβάλει ασφάλιστρα στο FDIC (Federal Deposit Insurance Corporation). Η JPMorgan για παράδειγμα καταβάλει ετησίως πάνω από $1 δισ.
Επιπλέον οι fintechs και οι neobanks, αυτοδιαφημίζονται σαν εταιρείες μάρκετινγκ και καταναλωτικών υπηρεσιών και όχι σαν τραπεζικά ιδρύματα. Και αυτή η εικόνα εκτιμάται πως από το 2023 έως το 2028 θα τους επιτρέψει να κινηθούν με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 17,7%. Ωστόσο ενώ το μερίδιο αγοράς που επιθυμούν να κατακτήσουν είναι λογικό, δεν είναι σίγουρο το πέρασμα τους στην κερδοφορία. Δε είναι τυχαίο άλλωστε πως μετά το 2019 η neobank Monzo και η Klarna, λειτουργούν με ζημίες.
Επομένως ενώ το περιβάλλον των neobanks και των fintechs είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τους καταθέτες και τους καταναλωτές, δεν είναι σίγουρο πως θα εξακολουθήσει να κινείται στις παρυφές του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου και πως θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει υψηλές αποτιμήσεις αν δεν καταφέρει να υποστηρίξει ισχυρές κερδοφορίες.