Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Τα χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν εδώ και δεκαετίες την Ελλάδα παραμένουν. Αυτό επί της ουσίας αναφέρει ο ΟΟΣΑ στην έκθεση δείχνοντας μέσω αυτής ότι η φοροδιαφυγή διογκώνεται συνεπεία των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ότι ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης δεν έχει μειωθεί, ότι η γραφειοκρατία βασιλεύει, ότι τα μεγάλα έργα δεν μπορούν να προχωρήσουν λόγω τη αδυναμίας αλλαγών στο δημόσιο τομέα κ.ο.κ.
Μετά από 8 χρόνια μνημονίων η Ελλάδα τα περισσότερα παραμένει ουραγός στην Ευρώπη, με την κυβέρνηση να κινείται νωχελικά σε αλλαγές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα σε αναπτυξιακούς ρυθμούς. Είναι ενδεικτικό ότι όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι οργανισμοί ταυτίζονται με το ΔΝΤ στο θέμα της ανάπτυξης για το 2018. Ετσι και ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ότι το 2018 ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι στα επίπεδα του 2% αντί για 2,3% ου εκτιμά η κυβέρνηση. Βέβαια, η κυβέρνηση για το περασμένο έτος υπολόγιζε ρυθμός ανάπτυξης 2,7% και τελικά αυτός μόλις και μετά βίας ανήλθε στο 1,4%. Και φυσικά ακόμα και ο ασθενικός αυτό ρυθμός είναι αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης.
Και η ανάπτυξη δεν είναι το μόνο σημείο που ΔΝΤ και ΟΟΣΑ ταυτίζονται. Συμφωνούν και ως προς την κατάργηση των φοροαπαλλαγών. Σε ειδικό κεφάλαιο, αναλύεται η δημοσιονομική επίπτωση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, όπου εκτιμάται πως μόνο η κατάργηση των φοροαπαλλαγών και η αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ στο 90% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα 0,8% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή είναι περίπου η προσδοκώμενη δημοσιονομική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων (1% του ΑΕΠ το 2019) ή από τη μείωση του αφορολογήτου σε έως 5.700 ευρώ (το 2020, σύμφωνα με το πρόγραμμα). Σύμφωνα με την έκθεση οι δύο προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αποφέρουν 1,4% του ΑΕΠ έως το 2025 και 1,9% έως το 2030, δημιουργώντας περιθώρια για την προώθηση παράλληλων κοινωνικών δράσεων και παροχών, όπως μεταξύ άλλων για κοινωνική προστασία και βελτίωση της εκπαίδευσης.
Και όταν ο ΟΟΣΑ κάνει λόγο για κατάργηση φοροαπαλλαγών προφανώς και αναφέρεται στα καύσιμα, όπου οι φοροαπαλλαγές ανέρχονται στο 1 δισ. ευρώ αλλά και στον ΕΝΦΙΑ, όπου σήμερα ένα τμήμα του πληθυσμού πληρώνει μειώνει ΕΝΦΙΑ 50% ή 100%.
Ο Οργανισμός επισημαίνει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μικρή φορολογική βάση – η οποία θα πρέπει να διευρυνθεί καθώς υπερφορολογείται – και το μέγεθος της παραοικονομίας. Τονίζει ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο και συνεπώς «σπρώχνει» πολίτες και επιχειρήσεις προς τις αδήλωτες συναλλαγές.
Μια ιδιαίτερα ανησυχητική επισήμανση της έκθεσης είναι πως οι πραγματικές επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 60% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα και παραμένουν υποβαθμισμένες λόγω των αυστηρών οικονομικών συνθηκών και των διαρθρωτικών εμποδίων. «Η κυβέρνηση έχει βελτιώσει σημαντικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων και της ευκολίας εισόδου σε κάποια επαγγέλματα, αλλά απαιτούνται περισσότερα για την ανάκαμψη των επενδύσεων.
Ο νέος νόμος περί επενδυτικών κινήτρων και ο σχεδιασμός μιας εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη είναι πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση», τονίζεται στην έκθεση και οι αναλυτές συμπληρώνουν «η περαιτέρω χαλάρωση της ρύθμισης της αγοράς προϊόντων, η βελτίωση της ποιότητας και της διαφάνειας των κανονιστικών ρυθμίσεων, η συνέχιση της καταπολέμησης της διαφθοράς και η αντιμετώπιση της έλλειψης πληροφοριών θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα ενισχύσουν το κράτος δικαίου και θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση».
Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης συστάσεις για μακρόπνοα έργα, όπως το εθνικό κτηματολόγιο, η αναμόρφωση του Δημοσίου και η επιτάχυνση στην απονομή Δικαιοσύνης, με τον ΟΟΣΑ να επισημαίνει πως τα εν λόγω κενά δυσχεραίνουν τόσο την αποκρατικοποίηση δημόσιας γης όσο και το επενδυτικό περιβάλλον. Ο ΟΟΣΑ συστήνει επίσης ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι σε όλες τις χώρες το μέγεθος των πόρων που διατίθενται για την ψηφιοποίηση συνδέεται άρρηκτα με τη διάρκεια των δικών. Η Ελλάδα κατατάσσεται παραδοσιακά στις τελευταίες θέσεις της ετήσιας έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματικότητα σε ό,τι αφορά την ταχύτητα επίλυσης δικαστικών διαφορών.
Οι μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο και στην Δικαιοσύνη εκτιμάται άλλωστε πως είναι η μεγαλύτερη δυνητική πηγή αύξησης του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου, με τον ΟΟΣΑ να υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να ενισχυθεί κατά τουλάχιστον 14,7 βαθμούς έως το 2060 εάν η Αθήνα πετύχει βασικά αποτελέσματα μέσα στην επόμενη επταετία.