Ένα πιθανό δεύτερο "χτύπημα" του κορονοϊού στη χώρα μας, ενδέχεται να ανεβάσει την ύφεση που περνά η χώρα στο 9,8% του ΑΕΠ, έναντι της εκτίμησης για 8% μόνο από το πέρασμα του πρώτου κύματος της πανδημίας στην Ελλάδα.
Η ανάκαμψη που αναμένεται για το 2021, περιορίζεται μόλις στο 4,5%, καθώς αν και η χώρα μας κατάφερε να συγκρατήσει αποτελεσματικά την πανδημία, ο αρνητικός αντίκτυπος στον τουρισμό, τις επενδύσεις και τα δημόσια οικονομικά αποτελούν οπισθοδρόμηση στη μακροπρόθεσμη ανάκαμψή της.
Παρόλα αυτά, οι απώλειες στην παραγωγή, την απασχόληση και το δημοσιονομικό κόστος από την υγειονομική κρίση αναμένεται να είναι λιγότερο σοβαρές από την κρίση του 2009-2016.
Τα παραπάνω επισημαίνονται για τη χώρα μας σε έκθεση του ΟΟΣΑ, στην περίπτωση που υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας εντός του έτους και προτείνει την διατήρηση των μέτρων προστασίας της οικονομίας στην περίπτωση ανάκαμψης της επιδημίας.
Συγκεκριμένα, η έκθεση σημειώνει ότι η πολιτική που υποστηρίζει την απασχόληση, τα εισοδήματα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων για το 2020 πρέπει να συνεχιστεί. Οι πολιτικές και η απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τίτλους του ελληνικού δημοσίου βοήθησαν στη διαχείριση του κόστους χρηματοδότησης για την κυβέρνηση και τις τράπεζες.
Πιθανή αδυναμία στην τουριστική ζήτηση όμως, υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης των επενδύσεων που θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων τομέων. Είναι απαραίτητη η εξυγίανση των τραπεζών ώστε να χρηματοδοτούν τις επενδύσεις. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος δικαιοσύνης, η απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των ενηλίκων και η επένδυση σε υποδομές, ιδίως πράσινες, θα συνέβαλε στην προώθηση μιας βιώσιμης ανάκαμψης.
Πολύ αποτελεσματικός ο περιορισμός της λοίμωξης
Η έκθεση υπογραμμίζει πως η Ελλάδα περιόρισε επιτυχώς τον αριθμό των κρουσμάτων και απέφυγε να υπερφορτώσει το σύστημα υγείας της. Η πρώτη λοίμωξη εντοπίστηκε στις 26 Φεβρουαρίου και ο αριθμός των ασθενών σε εντατική μονάδα κορυφώθηκε στις 5 Απριλίου. Η Ελλάδα κατάφερε να συγκρατήσει την επιδημία σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή της Αθήνας, η οποία έχει τις ισχυρότερες δομές του συστήματος υγείας, και περιόρισε εστίες σε στρατόπεδα προσφύγων. Οι δαπάνες υγείας της Ελλάδας μειώθηκαν κατά την οικονομική κρίση, σταθεροποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια και ενισχύθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η χώρα εφάρμοσε σειρά περιοριστικών μέτρων που ξεκίνησαν να αίρονται στις 4 Μαΐου. Τα ξενοδοχεία άρχισαν να ανοίγουν εκ νέου από τα τέλη Μαΐου και το άνοιγμα των εποχιακών τουριστικών εγκαταστάσεων και η χαλάρωση ορισμένων περιορισμών στις διεθνείς αφίξεις προγραμματίζεται από τις 15 Ιουνίου, ενώ οι εξελίξεις στην υγεία θα συνεχίσουν να παρακολουθούνται.
Τουρισμός και κατανάλωση έχουν επηρεαστεί έντονα
Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,6% το πρώτο τρίμηνο του 2020. Τα μέτρα περιορισμού επηρέασαν τις εταιρείες που παράγουν το 20% της προστιθέμενης αξίας της Ελλάδας και πάνω από το 80% των επιχειρήσεων στέγασης, εστίασης, εκπαίδευσης και καταναλωτικών υπηρεσιών. Οι αφίξεις πτήσεων και η κυκλοφορία στις κύριες αστικές περιοχές ανακάμπτουν σταδιακά από τις αρχές Μαΐου. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ήταν περίπου 10% κάτω από τα συνήθη επίπεδα τον Απρίλιο. Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε κατά 35.000 το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 (πτώση 1,8%). Μόλις η έκταση της κρίσης κατέστη σαφής, ο δείκτης του ΧΑ έπεσε στο ένα τρίτο της κορύφωσης του Φεβρουαρίου, ενώ τα κρατικά ομόλογα, αφού έπεσαν σε ιστορικό χαμηλό τον Φεβρουάριο, οι αποδόσεις τους αυξήθηκαν τον Μάρτιο μέχρι η ΕΚΤ να ανακοινώσει την κύρια πολιτική απάντησης στην πανδημία, κατά την οποία συμπεριέλαβε τίτλους της ελληνικής κυβέρνησης στις αγορές της ασφάλειας, οπότε οι αποδόσεις έφτασαν κάτω από τα επίπεδα των μέσων του 2019. Η κυβέρνηση πούλησε 7ετή ομόλογα ύψους 2 δισ. ευρώ με απόδοση 2% στα μέσα Απριλίου.
Άρση περιορισμών - Ζήτηση ασθενής
Η κυβέρνηση άρχισε να χαλαρώνει τους περιορισμούς δραστηριότητας και κίνησης στις αρχές Μαΐου, αλλά οι συνεχιζόμενοι περιορισμοί, η μείωση του αριθμού των διεθνών επισκεπτών και η αυξημένη αβεβαιότητα αναμένεται να μειώσουν τη ζήτηση και τον τουρισμό των καταναλωτών στη θερινή περίοδο. Η Ελλάδα έχει ανακοινώσει σαφές χρονοδιάγραμμα για την επανεκκίνηση του τουρισμού, που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των κρατήσεων, αργότερα στη σεζόν.
Ωστόσο, στο σενάριο δεύτερου κύματος, τα εξασθενημένα εισοδήματα και η εμπιστοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται να μειώσουν τις τουριστικές αφίξεις της Ελλάδας μέχρι το 2021. Η κρίση παρεμποδίζει τη δραστηριότητα τιτλοποίησης δανείων παγκοσμίως και έχει καθυστερήσει τα βήματα για την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των πιέσεων του ισολογισμού των τραπεζών, τα οποία θα συνεχίσουν να περιορίζουν την αύξηση του τραπεζικού δανεισμού, ακόμη και όταν τα μέτρα της ΕΚΤ διατηρούν το κόστος δανεισμού χαμηλό.
Η πώληση κρατικών επιχειρήσεων και τα βήματα για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είναι πιθανό να καθυστερήσουν. Στο σενάριο δεύτερου κύματος, αυτές οι καθυστερήσεις θα επιμηκυνθούν.
Η χαμηλότερη δραστηριότητα και το εισόδημα θα μειώσουν τις πληρωμές φόρων και κοινωνικών εισφορών, προκαλώντας έλλειμμα στον προϋπολογισμό αντί ενός σημαντικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Μαζί με τη μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, αυτό θα αυξήσει τους δείκτες δημόσιου χρέους. Αυτές οι επιπτώσεις θα ενισχυθούν και θα επεκταθούν έως το 2021 στο σενάριο 2ου κύματος.
Πέρα από τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους της πανδημικής κρίσης, η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι να επιστρέψει σε μια πορεία συνεχούς ανάκαμψης. Ο τουριστικός τομέας, που καθόρισε τη βελτίωση στην απασχόληση και τις εξαγωγές τα τελευταία χρόνια, είναι ευάλωτος στην κρίση COVID-19.
Ενώ η σταδιακή επανέναρξη των ταξιδιών μπορεί να υποστηρίξει την τουριστική δραστηριότητα στα τέλη της σεζόν, οι απώλειες είναι πιθανό να παραταθούν στο σενάριο 2ου κύματος. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε νέες αφερεγγυότητες και να προσθέσει στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών, καθυστερώντας την πρόοδο στην αποκατάσταση χρηματοδότησης για επενδύσεις και υπονομεύοντας την εμφάνιση νέων δραστηριοτήτων. Μειωμένα φορολογικά έσοδα και μέτρα ανάκαμψης θα οδηγήσουν σε υψηλότερο δημόσιο χρέος, όπως σε πολλές άλλες χώρες. Όμως η συνέχιση της κυβερνητικής στρατηγικής για την έκδοση χρέους με μεγαλύτερη διάρκεια και η αξιοποίηση χαμηλών επιτοκίων μετά τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ μπορεί να περιορίσει τους κινδύνους αύξησης των ετήσιων ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών.
Πρόσβαση σε ευκαιρίες για ανάκαμψη
Η κρίση COVID-19 είναι ένα εξωτερικό σοκ που περιορίζει την ανάκαμψη της Ελλάδας από τις προηγούμενες κρίσεις της και καθυστερεί προσπάθειες μεταρρύθμισης, επιταχύνοντας άλλες. Αναδεικνύει τη σημασία της συνέχισης της επιδίωξης ενός πολυετούς προγράμματος μετασχηματισμού. Η αντίδραση της κυβέρνησης στην πανδημία θα στηρίξει τα εισοδήματα και τις επιχειρήσεις ως το 2021. Θα χρειαστούν όμως περαιτέρω μέτρα στο σενάριο 2ου κύματος. Η ενίσχυση του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος θα βελτίωνε το δίχτυ κοινωνικής ασφάλισης, ειδικά σε περίπτωση άλλης ιογενούς επιδημίας με σχετικά μέτρα περιορισμού.
Η υποστήριξη στον τουριστικό τομέα μπορεί να βοηθήσει για τη σεζόν 2020. Ωστόσο, αυτή η κρίση έχει αποδυναμώσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του τομέα και τα μέτρα πρέπει να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους να αναβαθμίσουν τις δραστηριότητες και τις δεξιότητές τους και να στραφούν σε τομείς που υπόσχονται καλύτερες ευκαιρίες.
Η κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στο σχέδιο «Ηρακλής» για να επιταχύνει τη διάθεση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και να αντιμετωπίσει τις μεγάλες αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις των τραπεζών. Ο κίνδυνος αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπογραμμίζει την ανάγκη ταχείας εφαρμογής του συστήματος για την εξυγίανση των τραπεζών και την απελευθέρωση χρηματοδότησης για επενδύσεις.
Η αύξηση της εκπαίδευσης ενηλίκων και η ενίσχυση των ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας θα εξοπλίσουν καλύτερα τους εργαζόμενους για νέες ευκαιρίες. Η ενοποίηση του καθεστώτος αφερεγγυότητας και η επιτάχυνση στο σύστημα δικαιοσύνης θα βοηθούσε την οικονομία της Ελλάδας να προσαρμοστεί σε αυτήν την κρίση. Η μείωση των θεσμικών επιβαρύνσεων και της δημόσιας διοίκησης, όπως προωθείται μέσω της ψηφιακής διακυβέρνησης, θα βοηθούσε στην εμφάνιση νέων επιχειρήσεων. Με την υποστήριξη του νέου ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης, η επένδυση σε υποδομές και η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα μπορούσε να στηρίξει την ανάπτυξη.