Αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική οικονομία καθώς αύριο ο αυστηρός οίκος αξιολόγησης, Moody's, θα ανακοινώσει την απόφασή του σχετικά με το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα ευθυγραμμιστεί με τους άλλους δύο μεγάλους οίκους, Fitch και S&P και τελικά δώσει την επενδυτική βαθμίδα.
Για να φθάσουμε όμως στο σημείο να συζητάμε για επενδυτική βαθμίδα, χρειάστηκε να περάσουν περίπου 14 χρόνια. Ήταν αρχές του 2010, όταν η Moody’s υποβάθμισε δυο φορές, μέσα σε δύο μήνες τα ελληνικά ομόλογα σε junk, απέχοντας μόλις έξι βαθμίδες από την βαθμίδα C όπου ήταν η πλήρης αδυναμία αποπληρωμής δημοσίου χρέους.
Βέβαια, αυτό ήταν μόνο η αρχή, γιατί τον Ιανουάριο του 2011 η Fitch Ratings οδηγεί την Ελλάδα από το ΒΒΒ- στο ΒΒ. Μάλιστα την κίνηση αυτή ακολούθησαν και άλλοι οίκοι αξιολόγησης.
Το Μάρτιο του ίδιου έτους ολοκληρώθηκε το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Μέσω του PSI διεγράφησαν 106 δισ. ευρώ από το χρέος, έναντι 130 δισ. ευρώ που προβλέπονταν. Ένα ποσό 49 δισ. ευρώ κατατέθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ενώ «κουρεύτηκε» το 53,5% των ομολόγων 206 δισ.ευρώ.
Το 2015 η χώρα οδηγείται σε «τεχνική χρεοκοπία» καθώς δεν αποπλήρωσε την προγραμματισμένη δόση δανείου προς το ΔΝΤ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα από την 1η Ιουλίου του 2015 να θεωρείται μια χώρα σε διαδικασία default, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Από τότε ίσχυσαν οι έλεγχοι κεφαλαίου, τα γνωστά capital controls, που σταμάτησαν να ισχύουν από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Στις 5 Απριλίου 2022 ολοκληρώθηκε η αποπληρωμή του χρέος προς το ΔΝΤ, πρόωρα. Σε όλο αυτό το διάστημα τα ομόλογα της χώρας, αλλά και οι τράπεζες, είχαν παραμείνει στη βαθμίδα junk (σκουπίδια).
Αναστροφή του κλίματος
Από το 2018 το κλίμα άρχισε σταδιακά να αναστρέφεται και σημειώθηκαν κάποιες αναβαθμίσεις για τις τράπεζες , με αργούς ρυθμούς, ακόμη και όταν είχαν αρθεί τα capital controls. Η διαδικασία άρχισε να επιταχύνεται μετά το 2019, ενώ το 2022 σημειώθηκε ο πρώτος δραστικός περιορισμός στα «κόκκινα δάνεια».
Για να φθάσουμε στο 2023, όπου σημειώθηκαν οι δύο πρώτες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα, πρώτα από την Standard’s & Poor’s και μετά από την Fitch Ratings.
Σύμφωνα με τους αναλυτές των οίκων αξιολόγησης, η χορήγηση της επενδυτικής βαθμίδας οφείλεται σε τέσσερις βασικούς λόγους:
Ο πρώτος είναι η υποχώρηση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους αναλυτές το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί εντυπωσιακά στα επόμενα χρόνια καθώς η χώρα έχει εισέλθει σε έναν «ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης», όπως τονίζουν χαρακτηριστικά.Ωστόσο η οικονομική σταθερότητα και πρόοδος μπορούν να διασφαλιστούν μόνο εάν τηρηθούν απαρέγκλιτα οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Παράλληλα, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την αύξηση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2023, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι θα αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι.
Ο δεύτερος λόγος είναι το χαμηλό ρίσκο του πληθωρισμού και ο τρίτος λόγος είναι η μείωση της ανεργίας και η δυναμική της αγοράς εργασίας, με ένα ρυθμό αύξησης των μισθών 7%, τόσο για το 2023 όσο και για τη φετινή χρονιά.
Ο τέταρτος λόγος αφορά την πολιτική σταθερότητα που έδωσε η επανεκλογή της ΝΔ, η οποία και προτίθεται να συνεχίσει την πολιτική μεταρρυθμίσεων.
Μάλιστα όπως είχαν επισημάνει οι αναλυτές της Fitch Ratings οι μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το επιχειρηματικό περιβάλλον, το κράτος δικαίου και η αγορά εργασίας είναι στο προσκήνιο και θα μπορούσαν να ενισχύσουν το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας και να αντιμετωπίσουν ορισμένες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Ομόλογα και τράπεζες
Τις προοπτικές για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από την Moody’s ενισχύει και η πορεία των spread (η διαφορά αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών).
Το περιθώριο των ελληνικών 10ετών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικών έχει υποχωρήσει και κυμαίνεται σταθερά κάτω από το 1%, τη στιγμή που τα αντίστοιχα ιταλικά διαπραγματεύονται με περιθώριο 1,27%.
Συγκεκριμένα, πριν δυο ημέρες στην ΗΔΑΤ, η απόδοση του Ελληνικού 10ετούς ομολόγου αυξήθηκε oριακά στο 3,27 % από 3.26% που έκλεισε χθες, έναντι 2,33% του αντίστοιχου Γερμανικού τίτλου, με αποτέλεσμα το περιθώριο να διαμορφωθεί στο 0,94%.
Θετικά μηνύματα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έρχονται και από τους αναλυτές της DBRS, οι οποίοι επισημαίνουν ότι «τα υψηλότερα βασικά έσοδα και ο έλεγχος του κόστους υποστήριξαν τα αποτελέσματα το 2023 παρά την αύξηση του πιστωτικού κόστους. Επιπρόσθετα, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα καθώς και οι πρόσφατες καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν τελικά σε άνοδο της όρεξης των επενδυτών, επιτρέποντας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) να ολοκληρώσει σχεδόν την αποεπένδυσή του από τις συστημικές τράπεζες».