Μπορεί το επιχειρηματικό περιβάλλον να πραγματοποιεί «χαμηλές πτήσεις» λόγω της επιδημίας του κορονοιού, στο «μέτωπο» του διαγωνισμού για την Εθνική Ασφαλιστική όμως, οι διαδικασίες προχωρούν χωρίς τον κίνδυνο …μόλυνσης και τα «σπουδαία» αναμένονται προς το τέλος της εβδομάδας, οπότε και τοποθετούνται οι πρώτες «ειδήσεις».
Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, στο Λονδίνο, οι σύμβουλοι της Εθνικής Τράπεζας για τον διαγωνισμό Goldman Sachs και Morgan Stanley, παρέλαβαν τους φακέλους με τις δεσμευτικές προσφορές των τριών υποψηφίων για την απόκτηση του 80% της μεγαλύτερης ασφαλιστικής της Ελλάδας. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές οι σύμβουλοι θα χρειαστούν μια εβδομάδα για την πρώτη αξιολόγηση των προσφορών κα ακολούθως θα εισηγηθούν στην διοίκηση της Εθνικής για τα επόμενα βήματα. Μέχρι τότε, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές τηρούν «σιγή ασυρμάτου».
Υποψήφιοι μνηστήρες είναι το CVC Capital, η κινεζική Fosun και η Varde Partners (που πέρασαν την αξιολόγηση της πρώτης φάσης), ενώ τα στελέχη της Εθνικής που διαχειρίζονται τη διαδικασία εκτιμούν πως θα έχουν τουλάχιστον μία προσφορά η οποία θα υπερκαλύπτει τον πήχη που έχει τεθεί.
Βάσει της διαδικασίας, οι τελικές προσφορές θα υποβληθούν με βάση τα στοιχεία του α’ εξαμήνου του 2019, σύμφωνα με τα οποία η καθαρή θέση της Ασφαλιστικής διαμορφώνεται στο 1,1 δισ. ευρώ από 804 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2018. Από την πλευρά της η διοίκηση της τράπεζας, θεωρεί ως ισχυρό επιπλέον δέλεαρ για τους υποψήφιους επενδυτές, τόσο το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της Ασφαλιστικής, όσο και τα χρηματοοικονομικά κέρδη που αυτό παράγει. Ειδικότερα, και με βάση τις προβλέψεις του πενταετούς business plan η ασφαλιστική θα επιτυγχάνει, τα επόμενα χρόνια, μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης εργασιών 12%, και ετήσια προ φόρων κέρδη κατά μέσο όρο 100 εκ. ευρώ. Προς το παρόν παραμένει άγνωστο ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις της επιδημίας στις προσφορές των επενδυτών, αυτό όμως δεν μειώνει την αισιοδοξία της Εθνικής, ότι το deal θα μπορέσει αυτή τη φορά να κλείσει.
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες απόπειρες για την πώληση της Ασφαλιστικής, η Εθνική έχει φροντίσει να θωρακίσει τη διαδικασία, ζητώντας το λεγόμενο proof of funds πριν την αξιολόγηση των προσφορών. Έτσι θα αποφεύγει τη δραματική εξέλιξη του πρώτου διαγωνισμού με την EXIN Group και τα κεφάλαια του Τζων Κάλαμος, όπου μήνες μετά την ανάδειξη τους ως αγοραστών, οι ανάδοχοι ...αναζητούσαν τα κονδύλια για να πληρώσουν, μέχρι που οδήγησαν τη διαδικασία σε ναυάγιο.
Στην Αθήνα, ενημερωμένοι κύκλοι επιβεβαιώνουν το “προβάδισμα” που λόγω των επενδυτικών δεδομένων φέρεται να διατηρεί το CVC Capital, έναντι των ανταγωνιστών του. Σύμφωνα, δε, με ορισμένους εξ' αυτών, το CVC προτίθεται -κατά την πάγια στρατηγική του- να καταθέσει μια “δυνατή” προσφορά ώστε να μην αφήσει περιθώρια στους ανταγωνιστές του, αλλά και να προσφέρει “άνεση χειρισμών” στη διοίκηση της Εθνικής για τη συνέχεια. Άλλωστε για το fund που διαμορφώνει ήδη τον μεγαλύτερο πόλο στα ελληνικά ιδιωτικά θεραπευτήρια, οι συνέργειες που μπορεί να προκύψουν από την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής είναι προφανείς, και αιτιολογούν το ισχυρό του ενδιαφέρον.
Για την κινεζική Fosun, που πραγματοποίησε το τελευταίο στάδιο της ενημερωτικής διαδικασίας με τηλεδιάσκεψη (λόγω κορωνοιού) το ενδιαφέρον για την Ασφαλιστική, αν και υπαρκτό έρχεται σε συνέχεια της “παράδοσης” που θέλει τα εν λόγω κινεζικά κεφάλαια να μην είναι “συντονισμένα” με τις ελληνικές επενδύσεις. Υπενθυμίζεται ότι πριν λίγους μήνες, η Fosun αποχώρησε επίσημα από το team της Lamda Development για το Ελληνικό. Αντίστοιχα, αν και έλαβε μέρος στην δεύτερη απόπειρα πώλησης της Ασφαλιστικής, δεν πέρασε στην τελική φάση, όπου προκρίθηκε το (επίσης κινεζικό) fund Gongbao, με τη διαδικασία να μην καταλήγει σε αποτέλεσμα, καθώς η Εθνική απέρριψε την εγγυήτρια τράπεζα.
Αντίθετα, η Varde Partnenrs αν και δεν εμπλέκεται άμεσα σε ασφαλιστικές δραστηριότητες, θεωρείται ένας ισχυρός ανταγωνιστής που “σηκώνει” τον πήχη. Ο όμιλος, με σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα, ελέγχει μέσω της θυγατρικής Wert Red, το 56,6% της Trastor ΑΕΕΑΠ. Επίσης, συμμετέχει με 31,7%, στη Lamda Malls, το επενδυτικό σχήμα που ελέγχει τα εμπορικά κέντρα της εισηγμένης υπό την Lamda Development. Ιδρύθηκε το 1993 και διαχειρίζεται περισσότερα από 14 δισ. δολάρια, με έμφαση στον τομέα των ακινήτων, των NPL και των αναδιαρθρώσεων.